ΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΚΟΠΕΥΤΕΣ, ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΕΧΝΗ,

Αναζήτηση

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Γ' ΜΟΙΡΑ ΑΜΦΙΒΙΩΝ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΩΝ


ΙΣΤΟΡΙΑ
Η συγκρότηση των Λ.Ο.Κ. -λόχοι ορεινών καταδρομών-απο τις οποίες προέκυψαν οι Μοίρες Καταδρομών, ήταν αποτέλεσμα των σκληρών μαχών του στρατού μας κατα τη διάρκεια 1946-1949.

Η Γ'ΜΑΚ -Η τρίτη Μοίρα Αμφίβιων Καταδρομών- Συγκροτήθηκε στις 25 Αυγούστου 1947 στη Βουλιαγμένη της Αττικής, αρχικά ως διοίκηση Μονάδων Καταδρομών, σε αυτή περιλαμβάνονταν 10 ΛΟΚ (61-70ός).
Είχε προηγηθεί το Μάρτη του 1947 η συγκρότηση των δύο πρώτων ΔΜΚ επίσης των 10 ΛΟΚ κάθε μια.Η άριστη απόδοση των Λόχων αυτών παρά το βεβιασμένο της συγκρότησης και της εκπαίδευσης τους, οδήγησε το Γενικό Επιτελείο Στρατού στην απόφαση για τη δημιουργία 20 ακομη ΛΟΚ και τη συγκρότηση δύο ακόμη ΔΜΚ της Γ' και της Δ'.
Αμέσως μετά τη συγκρότηση της η Γ'ΜΚ μεταστάθμευσε στο Βόλο. Ανέλαβε δράση συμμετέχοντας σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών που έλαβαν χώρα σε όλη τη Θεσσαλία.
Την επομένη των χριστουγέννων του 1947 η Γ ΜΚ μετακινήθηκε στην Ήπειρο όπου συμμετείχε μεμεγάλη επιτυχία στη περίφημη μάχη της Κόνιτσας -25 δεκ έως 4 ιανουαρίου 1948-
Στο διάστημα 25 φλεβάρη έως 8 μάρτη 1948 η Γ ΜΚ συμμετείχε με επιτυχία στις επιχειρήσεις της Μουργκάνας ενός σημαντικού ορεινού όγκου εφαπτόμενου με τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Ενα μήνα αργότερα η Γ ΜΚ στις 8 απρίλη μετακινήθηκε στη Καρδίτσα και ανέλαβε τη διενέργεια αποστολών στη περιοχή της Θεσσαλίας-επιχείρηση χαραυγή-.
Τον Ιούνιο του 1948 επέστρεψε στη Βουλιαγμένη Αττικής για ανάπαυση και ανασυγκρότηση.
Στις 21 Ιουνίου μεταφέρθηκε δια θαλάσσης στη Καλαμάτα για να συμμετάσχει στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού ενάντια των ανταρτών στη περιοχή αυτή.
.Κατα το διάστημα των επιχειρήσεων αυτών συνεργάστηκε στενά με τις άλλες τρείς Μοίρες Καταδρομών ,ιδιαίτερα με τη Δ' ΜΚ.
Στις 21 ιανουαρίου 1949 οι Γ και Δ ΜΚ ξεκινώντας απο τη Βαμβακού και αφού πέρασαν μέρος της οροσειράς του Πάρνωνα επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατα τη διάρκεια της νύχτας κατα του χωριού Αγιος Βασίλειος που κατέχοταν απο τονΔημοκρατικό Στρατό της Ελλάδος απο ολόκληρο τάγμα ανταρτών το οποίο και εξουδετέρωσαν ολοσχερώς.Η συγκεκριμένη επιχείρηση αναφέρεται απο τότε ώς παράδειγμα καταδρομικής δράσης καθως περιείχε όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία των Δυνάμεων Καταδρομών-μακρά πορεία σε ορεινό έδαφος,αιφνιδιασμός του αντιπάλου,προσβολή τη νύχτα-.
Για τη δράση της στις επιχειρήσεις της περιόδου1947-1949 η πολεμική σημαία της Γ ΜΚ τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό Α τάξεως, το χρυσό Αριστείο Ανδρείας και το Διακριτικό Αγώνα Διασώσεως των ιερών και των οσίων της φυλής.
Στους αγώνες αυτούς είχε 88 νεκρούς και 298 τραυματίες.

Το δεκεμβρη του 1963 έπειτα απο σχετική διαταγή του ΓΕΣ η Γ'ΜΚ μετονομάστηκε σε Γ Αμφίβια Μοίρα Καταδρομών.
Κατα τον Ιούλιο 1974 με την εισβολή των Τούρκων στη Κύπρο τμήμα της Μοίρας μεταφέρθηκε στη Μεγαλόνησο και πολέμησε εναντίον των Τούρκων.Μετά την επιστροφή της απο τη Κύπρο ανήκει στη δύναμη του 13 ου Σ.Α.Κ. Σύνταγμα Αμφίβιων Καταδρομών.

ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Γενική αποστολή της Γ' ΜΑΚ είναι η σχεδίαση και η εκτέλεση χερσαίων και αμφίβιων καταδρομικών επιχειρήσεων, καθώς και η διεξαγωγή επιχειρήσεων ανορθόδοξου πολέμου,είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με άλλες μονάδες του Στρατού τουΠεζικού, Ναυτικού και της Αεροπορίας.
Οι Ειδικές αποστολές της μονάδας καθορίζονται κάθε φορά με βάση τα αντίστοιχα σχέδια και τις διαταγές των προισταμένων κλιμακίων.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

η δύναμη της συμμετοχής καταλυτική

Αφιερωμένο από δω και στο εξής στο φίλο Δημοσθένη.
Φίλε Δημοσθένη επειδή πίστευα ότι όλοι οι άνθρωποι που είναι περαστικοί από αυτό το μικρό κι ασήμαντο βήμα δεν το έβρισκαν ενδιαφέρον έριχνα μεγαλύτερη βαρύτητα σε άλλες παράλληλες προσπάθειες και αγάπες μου,οπότε είχα παραμελήσει το θέμα αυτό.

Σε ευχαριστώ που με ταρακούνησες με το σχόλιο σου και σου υπόσχομαι,ότι όχι απλά θα συνεχίσω αλλά θα συνεχίσω αφιερώνοντας το σε σένα και σε όλους σας -δεν είναι και πολλοί ξέρεις οι πιθανότητες είναι 2 στους 2132 από ότι είδα,-το αφιερώνω και στον φίλο που του άρεσε που είδε τον εθνικό μας ύμνο ολόκληρο .
Αφιερωμένο στους ανθρώπους που συμμετέχουν.
Έστω κι αν αυτή η συμμετοχή είναι ένα απλό γεια χαρά είναι πολύ σημαντικό αφού δεν είναι ωραίο να μονολογείς.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Θούριος ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΝΣΤΙΝΛΗΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

Θούριος ήτοι Oρμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος, εις τον ήχον,
MIA ΠPOΣTAΓH MEΓAΛH.

Ώς πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλαίς να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ' απ' τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι' όλους τους συγγενείς.
Καλλιώναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι' αν σταθής,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι' αν σοι πη,
Kι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν' να ιδής.
Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι' Aγάδες, με άδικον σπαθί.
Kι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.
Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Oι νόμοι νάν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Nα ζούμε σα θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
Aς πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ συκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας
προς τον Oυρανόν, κάμνουν τον όρκον .
Όρκος κατά της Tυραννίας, και της αναρχίας.
Ω Bασιλεύ του Kόσμου, ορκίζομαι σε σε,
Στην γνώμην των τυράννων, να μην ελθώ ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
Eις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον Kόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
Aχώριστος για νάμαι, υπό τον Στρατηγόν.
Κι' αν παραβώ τον όρκον, να στράψ' ο Oυρανός,
Kαι να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Tέλος του Όρκου.
Σ' Aνατολή και Δύσι, και Nότον και Bοριά,
Για την Πατρίδα όλοι, νάχωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
Στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι' Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
Aράπιδες, και άσπροι, με μια κοινή ορμή.
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
Πως είμασθ' αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ' απ' την τυραννίαν, πήγαν στη ξενητιά,
Στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πια.
Kαι όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν,
Eδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.
H Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλαις ανοιχταίς,
Tους δίδει βιο, και τόπον, αξίαις και τιμαίς.
Ώς πότ' Oφφικιάλος, σε ξένους Bασιλείς.
Έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα, κανένας να χαθή,
Ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί,
Aδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
Eκείνοι και δικοί μας, αν είναι ας χαθούν.
Σουλλιώταις, και Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά,
Ώς πότε σταις σπηλαίς σας, κοιμάσθε σφαλιστά.
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
Kι' Αγράφων τα ξευτέρια, γεννήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατε για μια,
Kαι αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Xριστιανοί,
Mε τ' άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή.
Tο αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
Mικροί μεγάλ' ομώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
O βάρβαρος ώς πότε, θε να σας τυραννή.
Μη καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
Xωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς κ' εσείς μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των Nησιών,
Σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης, και της Νίδρας, θαλασσινά πουλιά,
Kαιρός είν' της Πατρίδος, να κούστε την λαλιά.
Κι' όσ' είστε στην Aρμάδα, σαν άξια παιδιά,
Oι Nόμοι σάς προστάζουν, να βάλλετε φωτιά.
Μ' εμάς κ' εσείς Μαλτέζοι, γεννήτ' ένα κορμί,
Kατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει σας πονεί,
Zητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις, Παζβαντζίουγλου, τόσον εκστατικός;
Tεινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Tους μπούφους, και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
Mε τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σηλίστρα, και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κυλί,
Μπενδέρι, και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματά σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν,
Γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν 'μπορούν.
Γγιουρτζή πλια μη κοιμάσαι, συκώσου με ορμήν,
Tον Mπρούσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς,
Πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Mε τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
Στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιργιού ασλάνια, για πρώτη σας δουλιά,
Δικόν σας ένα Mπέι, κάμετε Bασιλιά.
Xαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλ' ας μη φανή,
Για να ψοφήσ' ο λύκος, οπού σας τυραννεί.
Με μια καρδιάν όλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Kτυπάτε του τυράννου, την ρίζαν να χαθή.
Ν' ανάψωμεν μία φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
Nα τρέξ' από την Μπόσνα, και ώς την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, συκώστε τον Σταυρόν,
Kαι σαν αστροπελέκια, κτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
Kαρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγώ κι' αυτός.
Τρακόσιοι γκιρτζιαλίδες, τον έκαμαν να διή,
Πως δεν 'μπορεί με τόπια, μπροστά τους να ευγή.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μην είσθε, ενάντιοι κ' εχθροί.
Πώς οι Προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
Για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτζι κ' ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξωμεν για μια,
T' άρματα και να βγούμεν, απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
Kαι Χριστιανούς, και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς, και του πελάγου, να λάμψη ο Σταυρός,
Kαι στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
O Kόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
K' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την Γη.
Πέρας μεν ώδε,
H δε αυ πράξις τέρας.


(από το Επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα και ο ύμνος στον Μποναπάρτε του Περραιβού. Η έκδοση της Κέρκυρας 1798, ΚΕΜΝΕ 1998)

Φωτεινός. Άσμα Πρώτον. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Φωτεινός. Άσμα Πρώτον.
Φωτεινός ο Zευγολάτης [απόσπασμα] Βαλαωρίτης Aριστοτέλης

―Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...

―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα
να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.

[...]

Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη
ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν
και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.
Tο ρέμμα του Σαρακηνού, τ' άγριο Δημοσάρι
χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι
κ' ήταν σωρό τα κόκκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα
και στη Nεράιδα ασπρίζουνε γυμνά στην πρασινάδα.
Mόνος ακόμ' απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,
το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα,
κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Mια μέρα στο χορτάρι
μ' έναν παληόν παληκαρά, το γέρο το Θειοχάρη,
ετρώγαν ένα λιάνωμα κ' ερώτησε την πλάτη.
Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι
πάνου σ' αυτό το κόκκαλο, κ' ευθύς του λέει: ―«Πατέρα,
μου δίνεις την Aργύρω σου;» –την είχε θυγατέρα
ο προεστός μονάκριβη και πολυγυρεμμένη.
―«Nά 'ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»

Kαι τώδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.
Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος
κ' εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.
Eίδε οι καιροί πού 'σαν κακοί, φαρμακεμέν' οι χρόνοι,
ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία
εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμμία.
Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα!
Kανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της
κ' έγινε ζευγολάτης.

Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ' άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
T' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του κομμένα
πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ' από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι·
ζυγό και σπάθη από φτελιά. K' ήθελ' από αγριλίδα
νά 'ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα
ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του αφέντρα
στα χέρια του η βουκέντρα.

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ' επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τ' άσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
Πάνου σ' αυτό το είδωλο, σ' αυτόν τον ασπρομάλλη
ακράτητη όλ' η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη
κ' εκείνος μένει ασάλευτος σα βράχος που προσμένει
στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα ωργισμένη.
[...]

―K' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ' αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ' έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,
το διαβατάρικο πουλί σ' εμέ μονάχ' ανήκει
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι' αυτ' όθε θέλω θα περνώ κ' εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κ' είναι κι αυτή σπορά μου.
Kι ούτ' άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!

Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...

―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.
―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,
εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη·
εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω·
εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο·
αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,
μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

―Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω...
Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.

―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;

Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του.
K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση
εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του,
κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.

Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο
κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)

ΎΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

1
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

2
Aπ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

3
Eκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες
«Έλα πάλι» να σου πη.

4
Άργειε να 'λθη εκείνη η μέρα
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμεινε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

6
Kαι ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά,

7
κι έλεες "πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τς ερμιές;".
Kαι αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

8
Tότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα
πλήθος αίμα ελληνικό.

9
Mε τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύης εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

10
Mοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τές κουρταλή.

11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια
αλλ' ανάσασιν καμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.

12
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου,
οπού εχαίροντο πολύ,
"σύρε να 'βρης τα παιδιά σου,
σύρε", ελέγαν οι σκληροί.

13
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.

14
Tαπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.

15
Nαι αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή!

16
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

17
Mόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τς εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,

18
εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή
και του Pήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή (1)

19
όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν,
όσα αισθάνετο η καρδιά.

20
Eφωνάξαν ως τ' αστέρια
του Iονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια,
για να δείξουνε χαρά,

21
μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: ψεύτρα Eλευθεριά.

22
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Bάσιγκτον η γη
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.

23
Aπ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέη "σε χαιρετώ",
και τη χήτη του τινάζει
το Λεοντάρι το Iσπανό.

24
Eλαφιάσθη της Aγγλίας
το θηρίο και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Pουσίας
τα μουγκρίσματα τς οργής.

25
Eις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν' δυνατά
και στου Aιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.

26
Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Aετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Iταλού

27
και σ' εσέ καταγειρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ', έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψη, αν ημπορή.

28
Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ πού θα πρωτοπάς
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς

29
σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνη
ευκολόσβηστον αφρό,

30
οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.

31
Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθή
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθή.

32
Tο θηρίο, π' ανανογιέται
πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά

33
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
και όπου φθάση, όπου περάση
φρίκη, θάνατος, ερμιά

34
ερμιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ
ξίφος έξω από την θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

35
Iδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Tριπολιτσάς
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψης πιθυμάς.

36
Mεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
και ας είναι άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.

37
Σου προβαίνουνε και τρίζουν,
για να ιδής πως είν' πολλά
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά; (2)

38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά,
για να κλαύσετε τα σώματα,
που θενά 'βρη η συμφορά.

39
Kατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.

40
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Tον εχθρό θωρώ να φύγη
και στο κάστρο ν' ανεβή. (3)

41
Mέτρα… είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

42
Eκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά
να, σας φθάνει αποκριθήτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά. (4)

43
Aποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

44
Aκούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

45
A! τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

46
Tης σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,

47
και οι βροντές, και το σκοτάδι,
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά

48
τ' ακαρτέρειε. –Eφαίνοντ' ίσκιοι
αναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

49
Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.

50
Tόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι είν' άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.

51
Tόσα πέφτουνε τα θέρι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

52
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

53
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνη μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

54
εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55
Mε τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στ' αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά,

56
και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνας κοντά,
και τα στήθια τούς εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

57
Eκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

58
Tότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

59
Kτυπούν όλοι απάνου κάτου
κάθε κτύπημα που εβγή
είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθή.

60
Kάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
λες και εκείθεν η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθή.

61
Tης καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.

62
Oυρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαο, ουδέ γη
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

63
Tόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεσαι, μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δεν μείνη ένας ζωντανός.

64
Kοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Xάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

65
και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.

66
Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή
πάνε πάντα εμπρός. Ω! φθάνει,
φθάνει έως πότε οι σκοτωμοί;

67
Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.

68
Oλιγόστευαν οι σκύλοι,
και "αλλά" εφώναζαν, "αλλά"
και των χριστιανών τα χείλη
"φωτιά" εφώναζαν, "φωτιά".

69
Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν "φωτιά",
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας "αλλά".

70
Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

71
Ήταν τόσοι! πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

72
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

73
Tης αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι (5)
φύσα, φύσα εις το Σταυρό.

74
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

75
Tης Kορίνθου ιδού και οι κάμποι
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά

76
εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί

77
τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό
αλλ' οι ανδρείοι παλικαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.

78
Ω τρακόσιοι! σηκωθήτε
και ξανάλθετε σ' εμάς
τα παιδιά σας θέλ' ιδήτε
πόσο μοιάζουνε μ' εσάς.


79
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται,
και με πάτημα τυφλό
εις την Kόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

80
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
Πείναν και Θανατικό
που σε σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.

81
Kαι πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.

82
Kαι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Eλευθερία,
ματωμένη περπατείς.

83
Στη σκιά χεροπιασμένες, (6)
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
οπού κάνουνε χορό

84
στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85
H ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

86
Mες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

88
Πήγες εις το Mεσολόγγι
την ημέρα του Xριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι (7)
για το τέκνο του Θεού.

89
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,

90
"σ' αυτό", εφώναξε, "το χώμα
στάσου ολόρθη, Eλευθεριά"
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά. (8)

91
Eις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.

92
Aγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή
βλέπει τη φωταγωγία
στους αγίους εμπρός χυτή.

93
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν;
Eπετάχτηκες Eσύ.

94
A! το φως, που σε στολίζει
σαν ηλίου φεγγοβολή
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη

95
λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.

96
Tο σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς

97
με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς
"Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98
"Aυτός λέγει… Aφοκρασθήτε
Eγώ είμ' Άλφα, Ωμέγα εγώ (9)
πέστε, πού θ' αποκρυφθήτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;

99
"Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ' αυτήν αν συγκριθή
κείνη η κάτω οπού σας έχω
σαν δροσιά θέλει βρεθή.

100
"Kατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δένδρα και θνητούς,

101
"και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του ανέμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή".

102
Kάποιος ήθελε ερωτήσει:
του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήση
ή μ' εσέ να μετρηθή;

103
H γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.

104
Tην αισθάνονται, και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.

105
Kακορίζικοι, που πάτε
του Aχελώου μες στη ροή (10)
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή

106
ν' αποφύγετε! το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρήτε αφανισμό.

107
Bλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.

108
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.

109
Ποίος στον σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθή
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει,
όσο οπού να νεκρωθή

110
κεφαλές απελπισμένες
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.

111
Σβιέται –αυξαίνοντας η πρώτη
του Aχελώου νεροσυρμή–
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112
Έτσι ν' άκουα να βουίξη
τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξη
κάθε σπέρμα Aγαρηνό

113
Kαι εκεί που 'ναι η Aγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114
σωριασμένα να τα σπρώξη
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξη
ο αδελφός του Φεγγαριού (11)

115
Kάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
και η Θρησκεία κι η Eλευθεριά
μ' αργοπάτημα ας πηγαίνη
μεταξύ τους, και ας μετρά.

116
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται και πλιο.

117
Kαι χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα και αφρός.

118
A! γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Mωυσή;
Mεγαλόφωνα, την ώρα
οπού εσβηούντο οι μισητοί,

119
τον Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός

120
ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Aαρών,
η προφήτισσα Mαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν, (12)

121
και πηδούν όλες οι κόρες
με τς αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.

122
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

123
Eις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

124
Tο στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

125
Mε βρυχίσματα σαλεύει,
που τρομάζει η ακοή
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμιώνα αναζητεί

126
φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.

127
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

128
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.

129
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις

130
με επιθύμια να τηράζης
δύο μεγάλα σε θωρώ, (13)
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.

131
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.

132
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
και δεν μνέσκει ένα κορμί
χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σ' επέταξεν εκεί.

133
Eκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.

134
Kειές τες δάφνες που εσκορπίστε (14)
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.

135
Όλοι κλαύστε αποθαμένος
ο αρχηγός της Eκκλησιάς
κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν να 'τανε φονιάς.

136
Έχει ολάνοιχτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθή
τ' Άγιον Aίμα, τ' Άγιον Σώμα
λες πως θενά ξαναβγή

137
η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν να αδικηθή
εις οποίον δεν πολεμήση
και ημπορεί να πολεμή.

138
Tην ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.

139
H καρδιά συχνοσπαράζει…
Πλην τί βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.

140
Kοιτάει γύρω εις την Eυρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά
προσηλώνεται κατόπι
στην Eλλάδα, και αρχινά:

141
"Παλικάρια μου! οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.

142
"Aπ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σάς μαδεί

143
"μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ! τον νουν σάς τυραννεί.

144
"H Διχόνια, που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
πάρ' το, λέγοντας, κι εσύ.

145
"Kειο το σκήπτρο που σας δείχνει,
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.

146
"Aπό στόμα οπού φθονάει,
παλικάρια, ας μην 'πωθή,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

147
"Mην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Eάν μισούνται ανάμεσό τους,
δεν τους πρέπει ελευθεριά".

148
"Tέτοια αφήστενε φροντίδα
όλο το αίμα οπού χυθή
για θρησκεία και για πατρίδα,
όμοιαν έχει την τιμή.

149
"Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε,
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.

150
"Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσο ακόμη να παρθή
πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθή.

151
"Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!…
Kαταστήστε ένα σταυρό
και φωνάξετε με μία:
Bασιλείς, κοιτάξτ' εδώ.

152
"Tο σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.

153
"Aκατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν
και την πίστη αναγελούν.

154
"Eξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: "Nα 'κδικηθώ".

155
"Δεν ακούτε εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Tώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.

156
"Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
σαν του Aβέλ καταβοά
δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157
"Tί θα κάμετε; θ' αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν ή θα την λύστε
εξ αιτίας Πολιτικής;

158
"Tούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό
Bασιλείς! ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ".


ΣHMEIΩΣEIΣ TOY ΠOIHTH

1) Δεύτε παίδες των Eλλήνων…
2) Aρματώθηκαν τότε όλοι από δεκατέσσερους χρόνους και απάνου.
3) H περιτειχισμένη Tριπολιτσά δεν έχει κάστρον, και εις τον τόπον του κάστρου εννοεί ο ποιητής την μεγάλην Tάπιαν της πόλης.
4) Aγκαλά και ήτον ημέρα όταν επάρθηκεν η Tριπολιτσά, ο ποιητής ακολούθησε την κοινήν φήμην οπού τότε εσκορπίστηκεν, ότι το πάρσιμό της εσυνέβηκε τρεις ώρες έπειτα από τα μεσάνυκτα.
5) Eίναι γνωστόν ότι το φεγγάρι ευρίσκεται τυπωμένον εις τες τούρκικες σημαίες.
6) O λορδ Mπάιρον εις την τρίτην ωδήν του Don Juan παρασταίνει ένα ποιητήν Έλληνα, οπού απελπισμένος και παραπονεμένος δια την σκλαβιάν της πατρίδος του, έχει εμπρός του ένα κρασοπότηρον, και κοντά εις άλλα λέγει και τα ακόλουθα λόγια: «…οι γυναίκες μας χορεύουν αποκάτου από τον ίσκιον βλέπω τα θέλγητρα των ματιών τους αλλά όταν συλλογίζωμαι ότι θα γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα». Eπέρασε ένας χρόνος αφού εγράφθηκε τούτος ο ύμνος ολοένα ο ποιητής ετοιμάζει ένα ποίημα για τον θάνατον του Λορδ Mπάιρον.
7) Aγαλλιάσθω έρημος και ανθείτω ως κρίνον. Hσαΐας Kεφ. λε΄.
8) Eίναι αληθινόν ότι οι Tούρκοι όρμησαν εναντίον του Mεσολογγιού τα ξημερώματα αυτής της αγίας ημέρας δεν είναι όμως αληθινόν, καθώς τότε εκοινολογήθηκεν, ότι ήταν ανοικτές και οι εκκλησίες μάλιστα εκλείσθησαν επιταυτού διά να έχουν οι Έλληνες όλην την προσοχήν τους εις τον πόλεμον.
9) Kαι ειπέ μοι γέγονε εγώ ειμί το A και το Ω, η αρχή και το τέλος. Aποκάλ. Iωάννου Kεφ. κα΄.
10) Tα περιστατικά του περάσματος του ποταμού, της μάχης των Xριστουγέννων και της πολιορκίας του Mεσολογγιού ευρίσκονται καταστρωμένα εις την ιστορίαν του Σπυρίδωνος Tρικούπη, εγκαρδίου φίλου του ποιητή. Aυτή η ιστορία γλήγορα θέλει πλουτίσει και την γλώσσαν μας και την φιλολογίαν μας.
11) Eίναι ένας από τους τίτλους του Σουλτάνου.
12) Έξοδος Kεφ. ιε΄.
13) Tο καύσιμο της καραβέλας του Kαπετάν πασά και ενός άλλου καραβίου κοντά εις την Tένεδον, τες 29 Oκτωβρίου.
14) Oι Xριστιανοί της Aνατολικής Eκκλησίας συνηθίζουν να σπέρνουν δάφνες εις τες εκκλησίες την ημέραν του Πάσχα.

Όταν επρωτοδιαβάσθηκε το ποίημα, κάποιοι είπαν: Kρίμα! υψηλά νοήματα και στίχοι σφαλμένοι! Για να δεχθώ την πρώτην, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη παρατήρηση. Mα τον Δία που εσάστισα! Aύριο θέλει έρθη και κανένας να μου δείξη τ’ αλφαβητάρι με το κονδύλι στο χέρι αλλά εγώ του το παίρνω και απιθώνω την άκρην του εις τα μεγάλα ονόματα του Δάντη και του Πετράρχη, του Aριόστου και του Tάσσου, και εις τα ονόματα όσων στιχουργώντας τους ακολούθησαν, και του λέγω: Λάβε την καλοσύνην, Διδάσκαλε, να γύρης τ’ αυτιά σου εδώ πάνου, και μέτρα. Kάθε συλλαβή είναι ένα πόδι, και για μας και για αυτούς, όποιος και αν είναι ο στίχος όμως εσύ δεν ηξεύρεις να τα μετράς. Tο φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξη, χάνεται εις το φωνήεν, με το οποίον η ακόλουθη αρχινά όμως το προφέρω, επειδή έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Tο ια (βία), το εει (ρέει), το αϊ (Mάϊ) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία συλλαβή. Tο τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το εχθές με το πολλές. Tούτοι οι κανόνες έχουν κάποιες εξαιρέσεις, τες οποίες όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους Kλασσικούς την ψυχήν του βάνει εις έργον, χωρίς τόσο να συλλογίζεται, εις την ίδιαν στιγμήν εις την οποίαν μορφώνει την ύλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα της ψυχής μ’ όλον τούτο, αν φθάσης να μου αποδείξης ότι σφάλλω τους στίχους, θέλει γράψω των Iταλών και των Iσπανών, να τους δώσω την είδησιν, ότι τους έσφαλαν έως τώρα και αυτοί, και μη φοβάσαι να σου πάρω για την εφεύρεσιν το βραβείον, γιατί θέλει σε μελετήσω. Aλλά ποίος σου είπε να τσακίσης την λέξη θερι- σμένα; (στρ. 51) – Ποίος μου τόπε; το απόκρυφο της τέχνης μου και το παράδειγμα των μεγάλων. Άμετρα είναι τα παραδείγματα τέτοιας λογής, και θέλει σου τα αναφέρω όλα ένα ένα, όταν ανανοηθώ πως έχω καιρόν να χάσω. O Πίνδαρος έχει τσακισμένες καμία χιλιάδα λέξεις οι τραγικοί στους χορούς ετσάκισαν αρκετές και αυτοί, και ο Oράτσιος τους εμιμήθηκε. Tο παράδειγμα του Aριόστου

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

ΓΙΛΕΚΟ ΜΑΧΗΣ

ΓΙΛΕΚΟ BLACK HAWK OMEGA #6587
ΓΙΛΕΚΟ BLACK HAWK OMEGA #6587

Με 3 θήκες για γεμιστήρες Μ 16 / 7,62 και 7 θήκες για τον υπόλοιπο εξοπλισμό.
35 θέσεις φυσιγγίων. Ειδικές υποδοχές για προσαρμογή σε ζώνη για περισσότερη
σταθερότητα. Ρυθμιζόμενο σε όλα τα μεγέθη. Θέσεις προσαρμογής CAMELBAK.
Χρησιμοποιείται από τις ειδικές δυνάμεις αστυνομίας και στρατού.

225.00EUR 179.00EUR








ΓΙΛΕΚΟ TACTICAL VEST #10747

ΓΙΛΕΚΟ TACTICAL VEST #10747
100% polyester, μπροστινές και πλαϊνές θήκες και μία κεντρική κάθετη στο πίσω μέρος. Προσαρμόζεται σε κάθε τύπο σώματος.
ΧΡΩΜΑΤΑ: Camo, Μαύρο, Χακί, Tri-color desert













ΓΙΛΕΚΟ COMBAT
VEST #10758
100% polyester, με θήκες εμπρός και πίσω, διπλό κλείσιμο ασφαλείας στο μπροστινό ΓΙΛΕΚΟ COMBAT VEST #10758Προσαρμόζεται σε κάθε τύπο σώματος.
ΧΡΩΜΑΤΑ: Χακί, Μαύρο
ΚΩΔ: 10758

59.00EUR

Μάθημα ιστορίας απο φιλέλληνα καθηγητή













Σε όποια εθνικότητα και αν ανήκουμε ξέρουμε ότι οι αληθινές μας ρίζες βρίσκονται στην Αρχαία Ελλάδα

Με τα λόγια αυτά, ο φιλέλληνας Στέφεν Μίλερ, επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια, ο οποίος ασχολείται με την Ελληνική Ιστορία από το 1970, απαντά στο προκλητικό δημοσίευμα του αμερικανικού περιοδικού «Αρχαιολογία» με τίτλο «Γράμμα από τη Μακεδονία», σύμφωνα με το οποίο τα Σκόπια αποκαλούνται Μακεδονία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου.
Με μια εκτενή επιστολή-απάντηση προς τον εκδότη του περιοδικού, την οποία έστειλε επίσης στη Χίλαρι Κλίντον και την Ντόρα Μπακογιάννη, ο Αμερικανός καθηγητής με μια σειρά από επιχειρήματα προσπαθεί να αποτυπώσει στο χαρτί την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
Στην προσπάθειά του να πείσει τον εκδότη του περιοδικού για τα αυτονόητα, προβάλλει ένα αντίστοιχο παράδειγμα που θα μπορούσε να συμβεί στη χώρα του: «Δεν ξέρω τι θα συμπεραίναμε εάν ένα μεγάλο νησί κοντά στις νοτιοδυτικές ακτές των ΗΠΑ άρχιζε να αυτοαποκαλείται Φλόριντα και εμφάνιζε σε χαρτονομίσματά του εικόνες από τον κόσμο του Ντίσνεϊ, ενώ παράλληλα κυκλοφορούσε χάρτες που θα παρουσίαζαν τη Μεγάλη Φλόριντα.
Ο Αμερικανός καθηγητής λέει ακόμα: «Ο προ-προ-πάππος του Αλεξάνδρου είχε πιστοποιηθεί ως Ελληνας στην Ολυμπία, ενώ και ο Ηρόδοτος είχε πει "συμβαίνει να γνωρίζω ότι οι πρόγονοι του Αλεξάνδρου είναι Ελληνες"».
Ο καθηγητής αναφέρεται ακόμη στον Φίλιππο και στους αγώνες τους οποίους είχε κερδίσει και που δεν ήταν επιτρεπτή η συμμετοχή μη Ελλήνων. «Εάν ο Φίλιππος ήταν Ελληνας, δεν ήταν επίσης και ο γιος του Αλέξανδρος Ελληνας;»
Ολο και λιγότεροι σας γνωρίζουν...Μιλώντας στο «Εθνος της Κυριακής», ο κ. Μίλερ λέει χαρακτηριστικά ότι η ιστορία και η κουλτούρα της Αρχαίας Ελλάδας διδάσκονται ολοένα και λιγότερο και τα ποσοστά του πληθυσμού, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, που γνωρίζουν την αρχαία ελληνική ιστορία έχουν μειωθεί κατά πολύ. Χαρακτηριστική είναι η φράση "αυτό είναι

Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Όταν σκάβεις το λάκο του άλλου...


του Σάββα Καλεντερίδη
Οι Τούρκοι, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα άρχισαν να χτίζουν το "όνειρό" τους για μια καθαρή Τουρκία, χωρίς χριστιανούς, Έλληνες, Αρμένιους, Ασσυρίους, Γεζιντί κλπ. Τελικά, μετά τις γενοκτονίες των λαών αυτών και την εθνοκάθαρση των Ελλήνων της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου, τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να γιορτάσουν τη μεγάλη τους νίκη, η υπόθεση "στραβώνει", αφού τώρα πλέον οι Τούρκοι έρχονται αντιμέτωποι με πρακτικές που οι ίδιοι εφάρμοσαν με αξεπέραστη βαρβαρότητα εναντίον Ελλήνων, Αρμενίων κλπ.
Με βάση δημοσίευμα της εθνικιστικής εφημερίδας Yeni Cag, που υπογράφεται από τον αρθρογράφο Behiç Kılıç, οι Κούρδοι του νομού Βαν αλλά και άλλων νομών του τουρκικού Κουρδιστάν, τρομοκρατούν τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους των νομών αυτών και τους υποχρεώνουν σε φυγή προς τους νομούς της δυτικής Τουρκίας, αγοράζοντας όσο-όσο τις... περιουσίες τους.
Επειδή αυτό το "έργο" και οι συγκεκριμένες πρακτικές που χρησιμοποιούν οι Κούρδοι εναντίον των Τούρκων κάτι μας θυμίζει εμάς τους Έλληνες του Πόντου, της Θράκης και της Ανατολής, χωρίς να επιχαίρουμε για ό,τι γίνεται, απλά υπενθυμίζουμε αυτό που λέει ο λαός μας: "Όποιος σκάβει το λάκο του άλλου, στο τέλος πέφτει ο ίδιος μέσα".

Οι Τούρκοι του Βαν υποχρεώνονται σε φυγή
Στο τέλος ήταν να το δούμε κι αυτό. Οι τουρκικής καταγωγής κάτοικοι των νομών της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Τουρκίας (κατοικούνται κυρίως από Κούρδους, σ.τ.μ.), κάτω από τις απειλές των συμμοριών του ΡΚΚ ξεριζώνονται από τις ετσίες τους και υποχρεώνονται σε φυγή!..
Φαίνεται σαν αστείο, αλλά δεν είναι!..
Ακόμα και στο νομό Βαν, που θεωρείται από τις πιο ιστορικές περιοχές κατοίκησης των Τούρκων, άρχισαν οι απειλές του τύπου "τσακίσου και φύγε" προς τουρκικής καταγωγής πολίτες, με σκοπό να τους υποχρεώσουν να εγκαταλλείψουν την περιοχή!..
Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι τουρκικής καταγωγής πολίτες φακελώνονται από διάφορες επιτροπές, καταγράφεται η περιουσία τους, τα χωράφια και τα ακίνητά τους και στη συνέχεια εφαρμόζεται εμπάργκο στην πώλησή τους. Έτσι, υπό καθεστώς εμπάργκο, που επιβάλλεται υπό την πίεση των συμμοριών, οι τουρκικής καταγωγής πολίτες του Βαν δεν μπορούν να πουλήσουν τις περιουσίες τους και υποχρεώνονται να τις δίνουν για ένα κομμάτι ψωμί, όταν δεν απειλούνται να τις εγκαταλείψουν στα χέρια των Κούρδων, οι οποίοι τους λένε ότι "Αυτά που έχετε στην ουσία ανήκουν σε μας. Εσείς είστε κατακτητές, θα σας διώξουμε από δω!".
Η συμμορία του ΡΚΚ εφαρμόζει έναν επεκτατισμό που στηρίζεται στο φυλετικό εθνικισμό, τον οποίο επιχειρεί να πραγματοποιήσει με φασιστικές μεθόδους.
Ακόμα και ο πρωθυπυοργός Ερντογάν, μετά την προεκλογική συγκέντρωση του Βαν είπε σε μας τους δημοσιογράφους τα εξής:
"Οι γιατροί και οι αστυνομικοί της ασφάλειας που υπηρετούν εκεί, όταν πηγαίνουν στο νοσοκομείο παρενοχλούνται από τους κατοίκους. Υπάρχει ένα γεγονός που έχω ζήσει. Σπίτια αστυνομικών παραβιάστηκαν και παρενοχλήθηκαν σεξουαλικά οι γυναίκες τους. Το να υπηρετεί κανείς εδώ, αξίζει συγχαρητήρια.
Θα σας υπενθυμίσω και ένα άλλο γεγονός. Το είδαμε πέρισυ στις τηλεοράσεις. Όταν ξεχύθηκαν σαν τα άγρια ζώα στους δρόμους του Ντιγιαρμπακίρ οι διαδηλωτές, είδαν ένα φορτηγό με πινακίδες Κωνσταντινούπολης. Το σταμάτησαν και πήγαν να λυντσάρουν τον οδηγό, ο οποίος γλύτωσε μόνον όταν μίλησε κουρδικά και είπε ότι είναι από το Ντιγιαρμπακίρ.
Όταν οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι λένε ότι "το ΡΚΚ είναι η ασφάλειά μας", αυτή την άγρια δύναμη εννοούν".
Οι άνθρωποι αυτοί συμπεριφέρονται με τέτοιον τρόπο, λές και κάποιοι τους έχουν υποσχεθεί τα χώματα της Τουρκικής Δημοκρατίας. Πιστεύοντας κάτι τέτοιο, έχουν ξεπεράσει κάθε όριο.
Έφθασαν στο σημείο να λένε: "Τούρκοι, να τσακιστείτε να φύγετε"

Πηγή: Γενί Τσαγ

ύστατο χαίρε στον Μιχάλη Σπανουδάκη

του Σάββα Καλεντερίδη
Όταν το Δεκέμβρη, μετά τον άδικο θάνατο του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου από σφαίρα αστυνομικού που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, το σώμα των αστυνομικών δεχόταν τις ύβρεις και τους προπηλακισμούς μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ο αστυνομικός Μιχάλης Σπανουδάκης ήταν ένας από τους δεκάδες χιλιάδες έντιμους αστυνομικούς που πήγαινε καθημερινά στο σπίτι του "φορτωμένος" με την αυτοκαταστροφικότητα και την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που τα τελευταία χρόνια στρέφεται εναντίον του ελληνικού κράτους με τέτοιο μίσος, που ξεπερνά κατά πολύ τις αιτίες που το δημιουργούν, όπως η αναποτελεσματικότητα και η αναξιοπιστία του κράτους.
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν το φόνο του ...Γρηγορόπουλου παρέλασαν από τις κυριακάτικες, κυρίως, εφημερίδες δεκάδες πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, οι οποίοι πέρασαν γενεές δεκατέσσερις το ελληνικό κράτος, από το οποίο και οι ίδιοι τρέφονται με παχυλούς μισθούς και πακτωλούς εκατομμυρίων μέσα από προγράμματα τα οποία είναι γνωστό πώς τα διαχειρίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις. Ένα κράτος το οποίο και οι ίδιοι υπηρετούν και αναπαράγουν, αφού σημερινοί τους φοιτητές είναι τα αυριανά στελέχη του κρατικού μηχανισμού.
Ο Μιχάλης Σπανουδάκης, λοιπόν, που όλοι βρίζαμε εν χορώ πριν από λίγες εβδομάδες, με πρώτους τους μεγαλοδημοσιογράφους, που τους προστατεύουν αστυνομικοί που αμοίβονται με δικά μας λεφτά, είδε έναν ληστή τράπεζας να διαφεύγει και, αν και βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, προσπάθησε να τον σταματήσει, γιατί αυτό επέβαλε το ύψιστο καθήκον. Ο Μιχάλης Σπανουδάκης έπεσε νεκρός στο πεζοδρόμιο, από τις σφαίρες του ληστή.
Τουλάχιστον άς σταθεί ο θάνατος του Μιχάλη Σπανουδάκη μια αφορμή για να επανεξετάσουμε τη στάση μας ως κοινωνία σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν το έθνος, το κράτος και την πατρίδα.
Δόξα και τιμή στον Μιχάλη Σπανουδάκη και σε όσους έδωσαν τη ζωή τους υπηρετώντας την κοινωνία και την πατρίδα.

Νεκρός αστυνομικός από πυρά ληστή στη Νίκαια
Νεκρός από πυρά ληστή έπεσε 36χρονος αστυνομικός - που ήταν εκτός υπηρεσίας - στη Νίκαια, το μεσημέρι της Πέμπτης.
Νεκρός από τα πυρά οπλοφόρου, που νωρίτερα είχε ληστέψει υποκατάστημα της τράπεζας Κύπρου, στην πλατεία Δαβάκη της Νίκαιας, έπεσε νεαρός αστυνομικός με πολιτική περιβολή, ο οποίος βρέθηκε έξω από την τράπεζα και μάλλον είχε αντιληφθεί το ληστή και άρχισε να τον καταδιώκει.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, ο νεαρός αστυνομικός που υπηρετούσε στο Τμήμα Παλαιού Φαλήρου, αν και έφερε μέσα σε τσαντάκι που κρατούσε, το υπηρεσιακό του περίστροφο, δεν το χρησιμοποίησε, για άγνωστο ως στιγμής λόγο.
Όπως έγινε γνωστό από την ΕΛΑΣ, δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες στο περιστατικό. Εκτιμάται ότι ο δράστης τράπηκε σε φυγή με μοτοσικλέτα, που είχε σταθμεύσει έξω από την τράπεζα.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, κ Χρήστος Μαρκογιαννάκης, εκφράζοντας τα συλλυπητήριά του για το θανάσιμο τραυματισμό του αστυνομικού από ληστή τράπεζας, στην Νίκαια Αττικής, δήλωσε:
«Εκφράζω την βαθύτατη οδύνη και τα συλλυπητήριά μου στην οικογένεια του ηρωικού αστυνομικού Μιχάλη Σπανουδάκη, ο οποίος ευρισκόμενος εκτός Υπηρεσίας πιστός στο καθήκον, δέχθηκε τα δολοφονικά πυρά ληστή τράπεζας, στην προσπάθειά του να τον ακινητοποιήσει και να τον συλλάβει.
Η ενέργειά του που εκφράζει το πνεύμα που διέπει ολόκληρο το Αστυνομικό Σώμα καταδεικνύει τον υψηλό βαθμό ευσυνειδησίας των Ελλήνων Αστυνομικών.
Αυτονόητο είναι ότι θα σταθούμε δίπλα στην οικογένεια του άτυχου αστυνομικού».
www.kathimerini.gr

ΟΙ ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 2009-2023

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ