ΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΚΟΠΕΥΤΕΣ, ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΕΧΝΗ,

Αναζήτηση

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όπλα | Στρατός | Πόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όπλα | Στρατός | Πόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Χότσκις 1922/26



Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Hotchkiss 1922 είναι ένα Γαλλικό οπλοπολυβόλο. Ποτέ δεν υιοθετήθηκε από το Γαλλικό στρατό σε μεγάλους αριθμούς. Ωστόσο, εξαγωγές έγιναν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, με τα ονόματα Hotchkiss 1926 και Hotchkiss 1934.

Hotchkiss Hotchkiss 1922/26
[[|300px|center]]
Hotchkiss 1922/26
Περιγραφή
Τύπος Οπλοπολυβόλο
Προέλευση Γαλλία
Υπηρεσιακή ιστορία
Υπηρεσία 1922-1949
Χρήστες Ελλάδα, Γαλλία, Βραζιλία, Δομινικανή Δημοκρατία
Πόλεμοι Ελληνο-Ιταλικό (1940-41)
Ιστορία παραγωγής
Σχεδιαστής -
Χρονολογία σχεδίασης 1922
Κατασκευαστής Hotchkiss
Χρονολογία παραγωγής 1926
Ποσότητα -
Κόστος μονάδας -
Εκδόσεις Mle 22, Mle 26 Grec, Mle34
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Διαμέτρημα 6,55 mm
Βάρος 8,72 kg
Μήκος 1.214 mm
Μήκος κάνης 577 mm
Χαρακτηριστικά λειτουργίας
Λειτουργία Αυτόματο, οπισθοδρόμησης αερίων βολής
Φυσίγγια 6.5 mm × 54 Mannlicher-Schönauer
Ταχυβολία 450 βολές/λεπτό
Ταχύτητα εξόδου βλήματος 745 m/s
Βεληνεκές 500 m
Μέγιστο βεληνεκές 3.300 m
Αναχορηγία άκαμπτη μεταλλική ταινία 25 φυσιγγίων
Κλισιοσκόπιο 1.400 m

Πίνακας περιεχομένων


Παρουσίαση

Το οπλοπολυβόλο (Fusil Mitrailleur) FM modèle 1922 είναι ένα κλασσικό σχέδιο αυτόματου όπλου επιστροφής αερίων, με σταθερό κοντάκιο, πιστολοειδή λαβή και ξύλινο χειροφυλακτήρα. Στο χώρο μπροστά από το τμήμα σκανδάλης στεγάζεται ένας μηχανισμός μείωσης του ρυθμού πυρός, ενώ μια κλασσική «πεταλούδα» φραγής ελέγχει την οπισθοδρόμηση των αερίων κατά τη λειτουργία. Διαθέτει ένα πτυσσόμενο, μη τηλεσκοπικό δίποδα. Ο μοχλός κλείστρου βρίσκεται στα δεξιά, όπως και η θυρίδα εξόλκισης. Η αναχορηγία γίνεται από έναν αποσπώμενο γεμιστήρα που εισάγεται από το άνω μέρος ή, στην Ελληνική εκδοχή, από την, τυπική για την εταιρία Hotchkiss, άκαμπτη μεταλλική ταινία, που εισάγεται από την δεξιά πλευρά. Για την εκδοχή αυτή είχε ακόμη αναπτυχθεί και μια μεγαλύτερη, αρθρωτή ταινία από μεταλλικά τμήματα τριών φυσιγγίων, συμβατή με το σύστημα τροφοδοσίας, αλλά που αύξανε την (χαμηλή) πρακτική ταχυβολία του όπλου, αφού δεν απαιτούνταν τόσο συχνή παύση πυρός για αλλαγή ταινίας. Το διαμέτρημά του ποίκιλε, ανάλογα με το χρήστη.

Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, το όπλο προσφέρθηκε χωρίς μεγάλη επιτυχία στη διεθνή αγορά, πρώτα στη Μ. Βρετανία (1922-23), στο διαμέτρημα των 0,303 ιντσών, που το εκτίμησε ευνοϊκά, αν και δεν έγινε τελικά παραγγελία και κατόπιν στην Τσεχοσλοβακία, που στα 1924 παρέλαβε 1.000 περίπου για εκτενείς δοκιμές, αλλά προτίμησε το διάσημο τοπικό οπλοπολυβόλο ZB vz 26.

Το όπλο όμως χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για κάποιο χρονικό διάστημα από τη Δομινικανή Δημοκρατία και τη Βραζιλία στο διαμέτρημα των 7 mm.


Ελληνική χρήση

Στα 1926, η δικτατορική κυβέρνηση Πάγκαλου, μέσα στα πλαίσια του τότε προγράμματος επανεξοπλισμού που ξεκίνησε, προχώρησε στην αγορά 5-6.000 μονάδων του όπλου στην Ελληνική εκδοχή, που σήκωσε και το κύριο βάρος των αναγκών της χώρας σε οπλοπολυβόλα, κατά τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο του ’40 -’41. Το συγκεκριμένο υπόδειγμα ήταν προσαρμοσμένο για τα Ελληνικά πυρομαχικά των 6,5 mm, γεγονός που διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό. Η έλλειψη ομοιογένειας πυρομαχικών του ετερόκλητου Ελληνικού οπλοστασίου αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ΕΣ στην Αλβανία. Το Χότσκις ήταν ένα καλό και αξιόπιστο όπλο, όχι ιδιαίτερα παρωχημένο ακόμα στα 1940 και μάλιστα απέναντι στον Ιταλικό στρατό, που την εποχή εκείνη διέθετε ίσως τα χειρότερα οπλοπολυβόλα στον κόσμο.


Τεχνικά χαρακτηριστικά

Υπόδειγμα 1922

Υπόδειγμα 1926 (Ελληνικό)

  • Πυρομαχικά : Φυσίγγιο Mannlicher-Schönauer (6.5mm×54)
  • Εμβέλεια : 1.214 m
  • Μήκος κάνης : 577 mm
  • Καθαρό βάρος: 8,72 kg
  • Μικτό βάρος: 9,52 kg
  • Χωρητικότητα : 25 φυσίγγια
  • Θεωρητική ταχυβολία : 450 βολές/λεπτό
  • Πρακτική ταχυβολία : 80-100 β/λ
  • Βεληνεκές Δραστικό : 500 m
  • Βεληνεκές Ωφέλιμο : 1.400 m
  • Βεληνεκές Μέγιστο : 3.300 m
  • Ταχύτητα εξόδου βλήματος : 745 m/s


Υπόδειγμα 1934

  • Πυρομαχικά : Φυσίγγιο MAS 7,5 mm 1929C
  • Εμβέλεια : 1.215 m
  • Μήκος κάνης : 57,7 cm
  • Καθαρό βάρος: 8,72 kg
  • Μικτό βάρος: 9,52 kg
  • Χωρητικότητα : 25 ή 30 φυσίγγια
  • Θεωρητική ταχυβολία : 550 βολές/λεπτό

Άλλα Ελληνικά Όπλα


Μάνλιχερ


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Steyr Mannlicher-Schönauer
M1903tf2.jpg

Mannlicher-Schönauer
Περιγραφή
Τύπος Τυφέκιον, Αραβίδα
Προέλευση Αυστρο-Ουγγαρία
Υπηρεσιακή ιστορία
Υπηρεσία 1907-1941
Χρήστες Ελλάδα, Αυστρο-Ουγγαρία
Πόλεμοι Α΄,Β΄Βαλκανικός, Ελληνοτουρκικός (1919-1922), Α΄,Β΄Π.Π.
Ιστορία παραγωγής
Σχεδιαστής Otto Schönauer και Ferdinand Mannlicher
Χρονολογία σχεδίασης 1903
Κατασκευαστής Steyr
Χρονολογία παραγωγής 1907
Ποσότητα ~350.000
Κόστος μονάδας -
Εκδόσεις M1903/14, Μ1903/14/27, Μ1903/14/30
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Διαμέτρημα 6,55 mm
Βάρος 3,83 kg
Μήκος 1.226 mm
Μήκος κάνης 725 mm
Χαρακτηριστικά λειτουργίας
Λειτουργία Επαναληπτικό κινητού ουραίου
Φυσίγγια 6.5 mm × 54 Mannlicher-Schönauer
Ταχυβολία 10-15 βολές/λεπτό
Ταχύτητα εξόδου βλήματος 678 m/s
Βεληνεκές -
Μέγιστο βεληνεκές -
Αναχορηγία Εσωτερική, περιστροφική αποθήκη πυρομαχικών για συνδετήρα 5 φυσιγγίων
Κλισιοσκόπιο Κινητός πίνακας κλιμάκωσης 200-2.000 m
Τυφέκιο Μ1903 και φυσιγγιοθήκες του Ε.Σ.
Αραβίδα M1903/14. Διακρίνονται, το κινητό ουραίο και το κλισιοσκόπειο.
Mannlicher-Schoenauer 1903 drawing.gif

Το Mannlicher-Schönauer (Μάνλιχερ-Σενάουερ) υπήρξε ένας τύπος επαναληπτικού τυφεκίου, με περιστροφικό γεμιστήρα, που παρήχθη από τη Steyer-Mannlicher για τον Ελληνικό Στρατό και αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από το στρατό της Αυστρο-Ουγγαρίας.


Πίνακας περιεχομένων


Ιστορία

Στα τέλη του 19ου αιώνα τα σχέδια τυφεκίων Μάνλιχερ του Αυστρο-Ουγγρικού στρατού χρησιμοποιούσαν την αρχή του κινητού ουραίου «ευθείας έλξης», που βασίζονταν σε παρωχημένα φυσίγγια μεγάλου διαμετρήματος. Γύρω στα 1900, το εργοστάσιο Στάγερ (Steyr) άρχισε να αναπτύσσει νέα σχέδια, με σύγχρονα, πιο αποτελεσματικά πυρομαχικά, κυρίως για εξαγωγές.

Το πλέον επιτυχημένο από αυτά τα πειραματικά τυφέκια ήταν το Ελληνικό Mannlicher-Schönauer M1903 των 6,5 mm. Το χαρακτηριστικό κινητό ουραίο ευθείας έλξης καταργήθηκε προς χάριν ενός πιο κλασσικού στρεφόμενου ουραίου, όπως εκείνα των σχεδίων Μάουζερ (Mauser). Αντιγράφοντας τη μέθοδο Mauser, αρκούσε να σηκωθεί και να ξανακατέβει το κινητό ουραίο για να οπλιστεί ο επικρουστήρας. Η αρχή λειτουργίας είχε σχεδιαστεί από το διάσημο Αυστριακό οπλουργό Φέρντιναντ Μάνλιχερ (Ferdinand Mannlicher), εφευρέτη του γεμιστήρα και δημιουργού πολλών τύπων τυφεκίων που χρησιμοποιήθηκαν επί δεκαετίες από τους στρατούς πολλών κρατών σε μεγάλους αριθμούς. Η πρωτότυπη, περιστροφική αποθήκη πυρομαχικών σχεδιάστηκε από τον Ότο Σέναουερ (Otto Schönauer), διευθυντή τότε της Österreichische Waffenfabriksgesellschaft (Αυστριακής οπλοβιομηχανίας), της σημερινής Steyr Mannlicher. Το κοίλο κάννης έφερε 4 αυλάκια με στροφή από αριστερά προς τα δεξιά, με βάθος 0,15 mm και βήμα (συμπλήρωση στροφής) μήκους 200 mm. H περιστροφική αποθήκη πυρομαχικών προορίζονταν να δώσει λύσεις σε προβλήματα εισαγωγής γεμιστήρα που παρουσίαζαν τότε τα φυσίγγια με προεξέχοντα χείλη βάσεως κάλυκα. Το επιτυχημένο σχέδιο Σενάουερ που χρησιμοποιήθηκε από το Ελληνικό τυφέκιο προσέφερε πράγματι ασφαλέστερη γόμωση αλλά το φυσίγγιο που επέλεξε ο Ελληνικός στρατός δεν διέθετε προεξέχοντα χείλη, έτσι που ο περίπλοκος περιστροφικός μηχανισμός δεν προσέφερε ουσιαστικά οφέλη στην προκειμένη περίπτωση.

Ο περιστροφικός μηχανισμός της αποθήκης πυρομαχικών Σενάουερ που θεωρήθηκε ευπαθής για στρατιωτική χρήση από τις περισσότερες χώρες στις αρχές του αιώνα, δεν παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα και η απαλή λειτουργία του κομψού και ελαφρού Ελληνικού όπλου συμπληρωνόταν από διάφορες καινοτομίες και πρωτοποριακά εξαρτήματα, που του έδιναν κάποιο προβάδισμα σε σχέση με άλλα πιο διαδεδομένα όπλα. Το Ελληνικό Μάνλιχερ διέθετε επιπρόσθετα μέτρα ασφάλειας και αξιοπιστίας, προερχόμενα από τις υψηλές απαιτήσεις των αγοραστών της κυνηγετικής έκδοσης που τότε θεωρούνταν το «όπλο ενός τζέντλεμαν» και τα οποία δεν είχαν προλάβει να συμπεριληφθούν π.χ. στα διάσημα Γερμανικά Mauser που όπλιζαν τους περισσότερους στρατούς της εποχής. Από αυτή την άποψη, η καθυστερημένη αγορά όπλων νέας γενεάς από την Ελλάδα αποδείχθηκε προνομιακή.

Η Ελλάς θέσπισε τα τυφέκια και τις αραβίδες Μάνλιχερ-Σενάουερ σαν πρωτεύοντα όπλα του στρατού στα 1904. Το πρώτο συμβόλαιο για 60.000 τεμάχια με την κατασκευάστρια εταιρία υπογράφηκε στα τέλη του 1905. Στα 1907 άρχισαν οι πρώτες παραλαβές. Μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το Φθινόπωρο του 1912 ο Ελληνικός Στρατός είχε παραλάβει συνολικά 130.000 τυφέκια και αραβίδες, καθώς και 100 εκατομμύρια φυσίγγια κατασκευασμένα τόσο στην Αυστρο-Ουγγαρία, όσο και στην Ελλάδα από το ΕΠΚ. Το Μάνλιχερ αποτέλεσε το βασικό όπλο των Ελλήνων κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13.

Στα 1914, όταν η εισαγωγή όπλων από την Αυστρο-Ουγγαρία διεκόπη απότομα, η ουδέτερη Ελλάδα διέθετε στο οπλοστάσιό της 190.069 τυφέκια και αραβίδες Μάνλιχερ Σενάουερ Μ1903 και Μ1903/14, ενώ το υπόλοιπο της παραγωγής της εμπόλεμης Αυστρίας διοχετεύτηκε στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Μέρος εξ αυτών δόθηκε μετά τον πόλεμο στην Ελλάδα από τους συμμάχους. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στα 1922, το σύνολο των όπλων που είχε απομείνει σε Ελληνικά χέρια έφτανε μόλις τα 96.000 τυφέκια και τις 8.650 αραβίδες, όλα όπλα φθαρμένα, χρήζοντα επισκευών και με παντελή έλλειψη ανταλλακτικών. Η Ιταλία μετά τον πόλεμο είχε παραλάβει ποσότητες πολεμικού υλικού από την Αυστρία ως μέρος των πολεμικών της αποζημιώσεων και άφθονα εξαρτήματα και υλικά Ελληνικών όπλων καθώς και μηχανές παραγωγής πέρασαν στα χέρια της Ιταλικής βιομηχανίας Societa Industria Ernesto Breda. Στα 1925, με την Αυστρία προσωρινά να αδυνατεί να παράγει όπλα λόγω των περιοριστικών όρων της συνθηκολόγησης, η Ελλάδα παρήγγειλε 100.000 νέα τυφέκια στην Ιταλική εταιρία, με κάποιες τροποποιήσεις σε σχέση με τα παλαιότερα όπλα και έτσι δημιουργήθηκε το υπόδειγμα Μ1903/14/27, που άρχισε να παραλαμβάνεται στα 1927 από τον Ελληνικό στρατό. Μια τελευταία παραγγελία έγινε προς την Αυστριακή Steyr Werke AG (SWAG) στα [[1930]), για 25.000 αραβίδες Μ1903/14/30, οπότε και ολοκληρώθηκε η παραγωγή του όπλου. Συνολικά η Ελλάδα παρέλαβε περίπου 320.000 όπλα Μάνλιχερ Σενάουερ όλων των τύπων, εκ των οποίων λιγότερα από 230.000 απέμεναν πλέον στο Ελληνικό οπλοστάσιο, κατά τις παραμονές του πολέμου με την Ιταλία.

Το Μάνλιχερ αποτέλεσε το κύριο όπλο του Ελληνικού Στρατού σχεδόν για όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και οπωσδήποτε το βασικότερο σύντροφο του Έλληνα στρατιώτη σ τις πλέον σημαντικές πολεμικές περιπέτειες που γνώρισε η χώρα στη σύγχρονη ιστορία της. Κατά τις περιόδους 1912-1922 και 1940-1949, η Ελλάδα βρισκόταν σχεδόν ακατάπαυστα σε κατάσταση πολέμου και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο το τουφέκι αυτό χρησιμοποιήθηκε εντατικά στην εκστρατεία της Ανατολικής Θράκης, την εκστρατεία της Ουκρανίας, τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και εναντίον των Ιταλών και Γερμανών κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τη συνθηκολόγιση του Ελληνικού στρατού, δεν ήταν λίγοι οι στρατιώτες που, επιστρέφοντας στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, πήραν μαζί τους τα όπλα τους, έτσι πολλά πέρασαν στα χέρια της Εθνικής Αντίστασης προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες, και αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στον Ελληνικό Εμφύλιο.

Στα 1950, αποσυρθέντα αποθέματα του Ελληνικού στρατού πουλήθηκαν στις ΗΠΑ, πολλά μετατράπηκαν σε όπλα κυνηγίου και κάποια κυκλοφορούν ακόμα στη διεθνή αγορά για ιδιωτική χρήση, από συλλέκτες και σκοπευτές. Η χρήση των Ελληνικών πυρομαχικών στο κυνήγι σήμερα δεν επιτρέπεται πλέον, αλλά τεράστιες ποσότητες μιας ευρείας ποικιλίας κυνηγετικών εκδόσεων σε άλλα διαμετρήματα συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο.

Στα 1903 εμφανίστηκε και μια ιδιωτικής χρήσης, κυνηγετική εκδοχή του όπλου, που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής παγκοσμίως στο κυνήγι μεγάλων θηραμάτων. Η χρήση μιας μακριάς, βαριάς βολίδας μικρού διαμετρήματος εξασφάλιζε τρομερή διατρητική ισχύ στο Μάνλιχερ, που μπορούσε έτσι να εξασφαλίζει φονικά πλήγματα επί ογκωδών ζώων με μεγάλη μυϊκή μάζα και χοντρά κόκαλα, που άλλα «ισχυρότερα» όπλα δεν μπορούσαν να εγγυηθούν. Η δε χαμηλή ανάκρουση του χαμηλής κινητικής ενέργειας φυσιγγίου, καθιστούσε το όπλο ευχάριστο και ξεκούραστο στη χρήση, ενώ έκανε και ευκολότερη την εκτέλεση βολών ακριβείας. Η θρυλική κυνηγετική έκδοση κυκλοφόρησε σε πληθώρα διαμετρημάτων για διάφορα φυσίγγια και διάσημοι κυνηγοί, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ μεταξύ άλλων, κυριολεκτικά το εξύμνησαν για την αποτελεσματικότητά του.


Βελτιώσεις

Ξιφολόγχη M1903.
Κινητό ουραίο αραβίδας M1903/14. Διακρίνεται το κομβίο απελευθέρωσης φυσιγγίων του γεμιστήρα.
Κλισιοσκόπιο αραβίδας M1903/14.

Δύο βελτιώσεις Ελληνικής σχεδίασης του όπλου προτάθηκαν χωρίς ποτέ να υλοποιηθούν. Το σχέδιο «Φιλιππίδη» άργησε να κατατεθεί στην Ιταλική εταιρία Breda που ανέλαβε την κατασκευή μιας συμπληρωματικής ποσότητας όπλων για τον Ελληνικό στρατό στα 1925. Η δεύτερη βελτίωση σχεδιάστηκε από τον Υπολοχαγό του Ελληνικού στρατού Ρ. Ριγόπουλο, κατά τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Περιελάμβανε ριζικές αλλαγές, με τροποποιημένα ή και επανασχεδιασμένα εξαρτήματα, που αύξαναν δραματικά τις δυνατότητες του όπλου. Το νέο σχέδιο εγκρίθηκε από την Ελληνική στρατιωτική ηγεσία αλλά ο πόλεμος εμπόδισε την υλοποίησή του.

Αραβίδα M1903/14 και ξιφολόγχη Μάνλιχερ
Αραβίδα M1903/14 στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης


(Υπόθεση του αρθρογράφου:

Στη δεκαετία του ’30, παρά τα διδάγματα της πολεμικής εμπειρίας που ήθελε τους οπλίτες να μη χρησιμοποιούν γενικά τα τυφέκιά τους σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 400-500 μέτρων, χώρες που είχαν πορευθεί επί μισό αιώνα με όπλα μικρού διαμετρήματος, όπως η Ιταλία και η Ιαπωνία, είχαν αποφασίσει να συνταχθούν με τις αμετανόητες χώρες που επέμεναν σε ισχυρότερα πυρομαχικά, μεγαλύτερης κινητικής ενέργειας και μεγαλύτερου διαμετρήματος. Η Ελλάδα την περίοδο εκείνη είχε μπει στην ίδια διαδικασία και βρισκόταν εν μέσω προγράμματος επανεξοπλισμού, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, διακόπτοντας το πρόγραμμα αυτό. Θέλοντας να μεταπηδήσει στο «Γερμανικό» διαμέτρημα των 7,92 mm, που θεωρούνταν πρότυπο για τους στρατούς όλου του κόσμου την εποχή εκείνη, ο Ελληνικός Στρατός είχε αρχίσει να εισαγάγει ανάλογα όπλα και οι τροποποιήσεις του σχεδίου «Ριγόπουλου» -επιφυλακτικά εικάζουμε πως- ίσως να προέβλεπαν και την αλλαγή διαμετρήματος. Αν αληθεύει αυτό, η μετατροπή θα οδηγούσε σε ένα Μάνλιχερ με πιο δυσάρεστη ανάκρουση και κουραστικότερη χρήση).

Τυφέκιον M1903 στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

Άλλα Ελληνικά Όπλα

Πηγές

  • Χρήστου Ζ. Σαζανίδη, Τα Όπλα των Ελλήνων, Εκδόσεις Μαίανδρος
  • Military Small Arms of the 20th century, by Ian V. Hogg and John Weeks, ISBN 0-85368-456-1


Εξωτερικοί σύνδεσμοι

ΟΙ ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 2009-2023

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ