ΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΚΟΠΕΥΤΕΣ, ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΕΧΝΗ,

Αναζήτηση

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΛΑΣΓΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΛΑΣΓΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΙ ΛΕΛΕΓΕΣ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ



Τετράπυλον στην Αφροδισία της Μικράς Ασίας ιερό των Λελέγων του 1400 πΧ

Λέλεγες πρωτοέλληνες στη  Μικρά Ασία: προϊστορικό ταφικό μνημείο


Λέλεγες πρωτοέλληνες στη Λευκάδα, προϊστορικός τύμβος του 3000 πΧ από τη Λευκάδα [Στενό Νυδριού]
Λέλεγες: ήταν πανάρχαια φυλή στην προϊστορική Ελλάδα στην εποχή των Πελασγών ή Αρείων, μία από τις αρχαίες ελληνικές φυλές που ζούσαν στην Ελλάδα στην περιοχή του Ιονίου, του Αιγαίου και τη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, πριν τον σχηματισμό των τεσσάρων κυρίως ελληνικών φύλων: Ιώνων, Δωριέων, Αιολών, Αχαιών. Μάλιστα είναι προγενέστεροι των Κάρων για τούτο και συγχέονται: επειδή οι Κάρες τους κατέκτησαν και τους απορρόφησαν.




Κατά τον Στράβωνα[1]
ο αρχαιότερος βασιλιάς αυτών ήταν ο Λέλεξ από τη Λευκαδία [Λευκάδα] ή τα Μέγαρα ή τη Λακεδαίμονα, ετυμολογόντας το όνομα από το λέγειν. Ήταν λαός πλανώμενος ιδιαίτερα μέσω θαλάσσης, συγγενείς των Ταφίων και Τηλεβοών  [Μεγανησιώτες Λευκαδίτες] και συναντιούνταν στη Λευκάδα, Ακαρνανία, Λοκρίδα, Φωκίδα, Εύβοια, Μεσσηνία, Ήλιδα, Βοιωτία και σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, τη Κρήτη καθώς και στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Ανασκαφή [τύμβος του 3000πΧ] στο Στενό Νυδριού στη Λευκάδα
Ανασκαφές στη Λευκάδα δείχνουν ότι οι Λέλεγες ήταν εκεί το 3000 πχ  φαίνεται και από τον κοινό τρόπο κτισίματος του ταφικού μνημείου.

Ας δούμε λίγο τι αναφέρουν οι αρχαιολόγοι για τα ευρήματα στη Λευκάδα:


Ιστορικό της ανασκαφής
Το προϊστορικό νεκροταφείο στο Στενό Νυδριού αποτελεί το σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της Λευκάδας και σπουδαίο μνημείο της Προϊστορικής Εποχής στον αιγαιακό κόσμο.
Οι 33 τύμβοι που έφερε στο φως ο W. Dorpfeld στις αρχές του 20ου αι., πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι οι πρωιμότεροι τύμβοι στον ελλαδικό χώρο, συγκροτώντας ένα ιδιαίτερο ταφικό σύνολο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (2900 π.Χ. - 2200 π.Χ.), που προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την προϊστορική κοινότητα, στην οποία ανήκε.
Η επιλογή του τύμβου, ως ταφικού μνημείου, και ο τρόπος ανάπτυξης του νεκροταφείου στο χώρο, όπου ο ένας τύμβος τέμνει τον προγενέστερο, φανερώνοντας τη χρονολογική ακολουθία των ταφών, μαρτυρούν υψηλό επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης.
Ταυτόχρονα, τα ταφικά έθιμα και κτερίσματα μαρτυρούν την ύπαρξη μιας ελίτ που είχε την οικονομική και κοινωνική δυνατότητα να δημιουργήσει μια ξεχωριστή νεκρόπολη για τα μέλη της, η οργάνωση και κατασκευή της οποίας απαιτούν χρόνο, ανθρώπινο δυναμικό και τεχνογνωσία.

Το νεκροταφείο των τύμβων εντοπίστηκε σε απόσταση περίπου 280μ. από τη θάλασσα, ανάμεσα στις εκβολές του χειμάρρου Δημοσάρι στη θέση Στενό. Πρόκειται για πεδινή θέση, στο στενότερο σημείο της εισόδου στον όρμο του Βλυχού.
Στο νεκροταφείο εντοπίστηκαν 33 κυκλικές κατασκευές - τύμβοι, εκ των οποίων ο Dorpfeld αποκάλυψε πλήρως 22. Ο Dorpfeld υπολόγιζε άλλους 10-17 επιπλέον πιθανούς τύμβους.
 Όλοι οι τύμβοι ανήκουν στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο: πρόκειται για σχεδόν τέλεια κυκλικές κατασκευές, η διάμετρος των οποίων κυμαίνεται από 2,70μ. έως 9,60μ. Η περίμετρός τους είναι κατασκευασμένη με λίθινες πλάκες σε στρώσεις, το εξωτερικό μέτωπο των οποίων χαρακτηρίζεται από την καθετότητά του.


ΛΕΛΕΓΕΣ: προϊστορικός τύμβος του  3000πΧ στη Λευκάδα,
ομάδα Δαίρπφέλδ 1913

Στο κέντρο κάθε τύμβου υπήρχε μία κύρια ταφή και έως 3 δευτερεύουσες στην περιφέρεια του. Οι τάφοι και ο χώρος ανάμεσά τους καλύπτονταν από χώμα και άτακτα τοποθετημένους ακατέργαστους λίθους. Το συνολικό ύψος του τύμβου, της κρηπίδας συμπεριλαμβανομένης, έφθανε σε ύψος 1,20μ.
Είναι πολύ πιθανό η τελική μορφή του τύμβου να ήταν μία σταδιακή-δυναμική διαδικασία κατά τη διάρκεια μίας ή δύο γενεών. Αρχικά, ο τύμβος θα κατασκευαζόταν σε δεδομένο ύψος ως πλαίσιο μίας πρώτης ταφής και με το πέρασμα των χρόνων και την πρόσθεση μεταγενέστερων τάφων η κατασκευή θα μεγάλωνε καθ' ύψος.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανάπτυξη του νεκροταφείου στο χώρο και η αλληλοδιάδοχη επαφή των τύμβων. Ο Dorpfeld υποστήριξε εξαρχής ότι οι δύο μεγαλύτεροι και περίοπτοι τύμβοι του νεκροταφείου, R1 και R26, που βρίσκονται στο ΒΑ και ΒΔ πέρας αντίστοιχα του νεκροταφείου, είναι και αυτοί που κατασκευάστηκαν τελευταίοι και γι' αυτό είναι περίοπτοι.
Ανάμεσά τους διατάσσονται ομάδες εφαπτόμενων τύμβων πάνω σε γραμμικούς άξονες. Ο προγενέστερος τύμβος στο σημείο της επαφής με τον επόμενο είναι άρτιος ως προς τον κύκλο και συνεχής ως προς τον τρόπο δόμησης. Αντίθετα, ο μεταγενέστερος στο ίδιο σημείο ή δεν ολοκληρώνεται ως πλήρης κύκλος ή δομείται με λίθους ακατέργαστους.

Στο κέντρο κάθε τύμβου βρίσκεται η κύρια ταφή (πρωτεύουσα), πάντα ενηλίκου ατόμου, συνήθως άνδρα, ενώ σε 5 περιπτώσεις ανήκε σε γυναίκα, με μία μόνο εξαίρεση, όπου ο κύριος τάφος περιελάμβανε διπλή ταφή άνδρα και γυναίκας (R26). Εντός του τύμβου βρίσκονται έως και τρεις επιπλέον τάφοι - δευτερεύουσες ταφές κυρίως παιδιών - που συνοδεύουν σε μεταγενέστερο χρόνο την κύρια ταφή. Εκτός των ορίων των τύμβων υπάρχουν οι περιφερειακές - γειτονικές ταφές.

Οι ταφές γίνονταν σε πιθάρια (εγχυτρισμοί), σε κιβωτιόσχημους τάφους και σε απλούς λάκκους. Στους δύο μεγαλύτερους τύμβους του νεκροταφείου, R1 και R26, οι κεντρικοί τάφοι είναι επιμελημένες θαλαμοειδείς κατασκευές, ένας συνδυασμός ουσιαστικά εγχυτρισμού και λακκοειδούς τάφου με επιμελημένη κτιστή πλαισίωση. Καθιερωμένη ταφική πρακτική είναι η καύση της κύριας - αρχικής ταφής. Οι δευτερεύουσες και περιφερειακές ταφές είναι συνήθως ενταφιασμοί.


Ιδιαίτερα σημαντικά, λόγω της σπανιότητάς τους κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, είναι τα χρυσά αντικείμενα. Πρόκειται για χάνδρες περιδεραίων, περίαπτα, ενώτια, αλυσίδες, καθώς και επενδύσεις λαβών. Τα ασημένια κοσμήματα περιορίζονται σε 4 βραχιόλια σπειροειδούς σχήματος. Τα χάλκινα ευρήματα υπερτερούν αριθμητικά και αφορούν σε όπλα και εργαλεία. Στα εργαλεία εντάσσονται τρία μαχαίρια, τρεις σμίλες, ένας πέλεκυς, δύο βελόνες, λαβίδες κρέατος, καθώς και ένα αγκίστρι, ενώ κατά τη φάση της ανάδειξης βρέθηκε και μία χάλκινη τριχολαβίδα. Τμήματα ενός ή δύο οστέινων σωληνόσχημων αντικειμένων που βρέθηκαν στον γυναικείο R4 ταυτίστηκαν με θήκες καλλυντικών και έχουν παράλληλα σε ταφές των Κυκλάδων (Πολιτισμός Σύρου-Κέρου) της ΠΕΧ.



Η κεραμική αποτελεί την πολυπληθέστερη ομάδα κτερισμάτων και περιλαμβάνει ολόκληρα αγγεία ή τμήματά τους, που προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για τις επαφές με σύγχρονες κοινότητες του αιγαιακού χώρου. Από το νεκροταφείο του Στενού διαθέτουμε κατηγορίες επιτραπέζιων αγγείων, κυρίως φιάλες, σαλτσιέρες, ασκούς και πυξίδες. Πρόκειται για το τυπικό σχηματολόγιο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού που όσον αφορά στις φιάλες και σαλτσιέρες της ΠΕ ΙΙ φάσης, φανερώνει πρωτοτυπία και υψηλό βαθμό εξειδίκευσης των κεραμέων της περιόδου. Οι υψίποδες φιάλες των τύμβων R16 και R12 βρίσκουν παράλληλα στις λεγόμενες «φρουτιέρες» από τις Κυκλάδες (ΠΕ Ι και ΙΙ) και από το ΒΑ Αιγαίο. Η εγχάρακτη διακόσμηση της πυξίδας από τον τύμβο R26 θυμίζει αντίστοιχες από τις Κυκλάδες και την Κρήτη και οι ραμφόστομες πρόχοι («σαλτσιέρες»), το πλέον χαρακτηριστικό σχήμα της ΠΕ ΙΙ περιόδου, έχουν παράλληλα από τη Λέρνα ΙΙΙ, τη Βοιωτία, την Αττική και τις Κυκλάδες.



Μία πολυάριθμη κατηγορία μεμονωμένων ευρημάτων είναι και τα λίθινα εργαλεία από οψιανό και πυριτολίθο. Η ύπαρξη των λεπίδων από οψιάνο είναι άμεση απόδειξη για την επικοινωνία της Λευκάδας με τον αιγαιακό χώρο και συγκεκριμένα με τη Μήλο, όπου και αφθονεί αποκλειστικά η σχετική πρώτη ύλη. Ο πλουσιότερος τάφος συγκέντρωσης λεπίδων οψιανού είναι εκείνος του R1. Εντός του κεντρικού τάφου βρέθηκαν 18 λεπίδες και η παρουσία τους σε ένα γυναικείο τάφο, ίσως φανερώνει την κομμωτική χρήση τους στην καθημερινότητα. Αντίστοιχα, η ύπαρξή τους σε τάφους ανδρών θα μπορούσε να αποδοθεί σε ανάλογη καλλωπιστική χρήση (ξύρισμα, κόμμωση). Τέλος, τα εργαλεία από πυριτόλιθο επιλέγονται ως κτερίσματα σε ανδρικές ταφές, και είτε αποτελούν αιχμές βέλους, σύμφωνα με τον Dorpfeld, είτε προϊόντα λάξευσης, σύμφωνα με νεώτερες μελέτες.

Συντάκτης
Δρ. Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος - Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτ/νίας και Λευκάδος



Οι Λέλεγες στις αρχαίες πηγές

Οι Λέλεγες στη Μικρά Ασία
Στην Ιλιάδα βρίσκουμε τους Λέλεγες να είναι σύμμαχοι των Τρώων (Κ 429), μολονότι η πατρίδα τους δεν προσδιορίζεται.
Διακρίνονται από τους Κάρες, με τους οποίους τους συγχέουν μεταγενέστεροι συγγραφείς. Ο βασιλιάς τους είναι ο Άλτης και η πόλη τους, η Πήδασος καταστρέφεται από τον Αχιλλέα.


[Τρώες: πελασγικό φύλο από τα πολλά της Μικράς Ασίας. Ας θυμηθούμε πως ο Πρίαμος πήγε να μιλήσει στον Αχιλλέα για τη σωρό του Έκτορα, πως λάτρευαν τους ίδιους θεούς από τους οποίους μάλιστα κάποιοι ήταν στο πλευρό τους ο Απόλλων πχ ]

Ο Αλκαίος (7ος ή 6ος αιώνας π.Χ.) ονομάζει την Άντανδρο στην Τρωάδα «Λελέγειο», αλλά αργότερα ο Ηρόδοτος το υποκαθιστά με το επίθετο «Πελασγικός», και έτσι ίσως οι δύο όροι ήταν σε μεγάλο βαθμό συνώνυμοι για τους Έλληνες.

Ο Παυσανίας λέει ότι ο διάσημος ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο ήταν πανάρχαιος και οι Λέλεγες και οι Λυδοί τον χρησιμοποιούσαν πριν την εποχή των Ιώνων για τη λατρεία της «Κυρίας της Εφέσου», που οι Έλληνες αργότερα ονόμασαν Άρτεμη.

Ο Φερεκύδης (περ. 480) γράφει ότι οι Λέλεγες κατοικούσαν στην παραλιακή ζώνη της Καρίας, από την Έφεσο ως τη Φώκαια και στις νήσους Σάμο και Χίο, τοποθετώντας τους Κάρες νοτιώτερα.

 Ακόμα και ο Στράβων, αιώνες αργότερα, αποδίδει στους Λέλεγες μία ξεχωριστή ομάδα μικρών κάστρων, τύμβων και κατοικιών από την Αλικαρνασσό μέχρι τη Μίλητο στα βόρεια.

Ο Πλούταρχος επίσης υπονοεί την ιστορική ύπαρξη Λελέγων ως υποταγμένων δουλοπαροίκων στις Τράλλεις στο εσωτερικό.

Οι Λέλεγες στην Ελλάδα και το Αιγαίο
Στον κατάλογο του Ησιόδου, ένα μοναδικό σπάραγμα (Kinkel, Epicorum Graecorum Fragmenta I, 136 - Leipzig, 1877) τοποθετεί τους Λέλεγες κατά την μυθολογική εποχή του Δευκαλίωνα στη Λοκρίδα της κεντρικής Ελλάδας. Αλλά μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. κανένας άλλος συγγραφέας δεν τους τοποθετεί δυτικά του Αιγαίου.
Η σύγχυση με τους Κάρες (μετανάστες κατακτητές όπως οι Λυδοί και οι Μυσοί) οδήγησε στο συμπέρασμα του Καλλισθένους ότι οι Λέλεγες συμμάχησαν με τους Κάρες σε επιδρομές στα ελληνικά παράλια.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως παράδοση, προερχόμενη από τους Κρήτες, ταυτίζει τους Λέλεγες με τους Κάρες. Η παράδοση αυτή αναφέρει πως ήταν λαός των νησιών, υποτελείς στον Μίνωα όχι με υποχρέωση καταβολής φόρου αλλά με την υποχρέωση να επανδρώνουν τα πλοία του.
Η ίδια παράδοση έλεγε ότι οι Λέλεγες, οι οποίοι επινόησαν πολλά από τα στοιχεία της μετέπειτα πολεμικής εξάρτυσης των Ελλήνων, τελικά διώχθηκαν από τις αρχικές τους εστίες από τους Δωριείς και τους Ίωνες, οπότε και κατέφυγαν στην Καρία και ονομάσθηκαν Κάρες.
 Όμως ο Ηρόδοτος παραθέτει και την εκδοχή των σύγχρονών του Κάρων, οι οποίοι απέρριπταν την προαναφερθείσα παράδοση και θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες που έφεραν το ίδιο πάντοτε όνομα.[2]

Μετά το 400 π.Χ. περίπου, άλλοι συγγραφείς ισχυρίσθηκαν ότι είχαν ανακαλύψει τους Λέλεγες στη Λευκάδα,στη δυτική Ακαρνανία, στη Βοιωτία,   και αργότερα πάλι στη Θεσσαλία, την Εύβοια, τα Μέγαρα, τη Λακεδαίμονα και τη Μεσσηνία.
Στη Μεσσηνία υπήρχε ο θρύλος ότι ήταν οι μετανάστες ιδρυτές της Πύλου και ότι σχετίζονταν με τους θαλασσοπόρους Τηλεβοείς [Μεγανησιώτες Λευκαδίτες] του Ομήρου, διαχωριζόμενοι από τους Πελασγούς[3]. Ωστόσο στη Λευκάδα τους θεωρούσαν αυτόχθονες.
Έτσι, ο περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) γράφει ότι, σύμφωνα με την παράδοση των Λακεδαιμονίων, υπήρχε ένας αυτόχθονας βασιλιάς της Λακωνίας, ο Λέλεξ, του οποίου εγγονός ήταν ο Ευρώτας. Από τον βασιλιά αυτόν, οι υποτελείς του ονομάστηκαν Λέλεγες.[4]

Τέτοιες παραδόσεις στην ελληνική μυθολογία υπάρχουν για όλα σχεδόν τα πανάρχαια φύλα της Ελλάδας.

Κατά τον Απολλώνιο τον Ρόδιο,[5] ο Λέλεγας ήταν αυτόχθων της Λακεδαίμονος, γιος ναϊάδας νύμφης. Γιος του Λέλεγα ήταν ο Ευρώτας, του οποίου η κόρη Σπάρτη, νυμφεύτηκε τον Λακεδαίμονα, γιο του Δία και της Ταϋγέτης.

Νεότερες θεωρίες
Ευρωπαίοι φιλόλογοι του 19ου αιώνα ανέπτυξαν τις εξής θεωρίες για τους Λέλεγες:
H. Kiepert, "Über den Volksstamm der Leleges", (in Monatsber. Berl. Akad., 1861, p. 114) θεώρησε τους Λέλεγες αυτόχθονες και τους συνέδεσε με τους Ιλλυριούς - Αρβανίτες Πελασγούς.

K.W. Deimling, "Die Leleger" (Λειψία 1862), ορίζει την κοιτίδα τους στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία και τους φέρνει από εκεί στην Ελλάδα (ουσιαστικά η ελληνική άποψη).

G.F. Unger, "Hellas in Thessalien" (Philologus, supplement. ii., 1863), τους θεωρεί Φοίνικες Πελασγούς.

Ο E. Curtius, Griechische Geschichte. (Βερολίνο 1878, τ.1), έφθασε στο σημείο να διακρίνει μία «Λελέγειο» φάση του Αιγαιακού πολιτισμού.
Οι «Ευρωπαίοι Λέλεγες» πρέπει να συνδεθούν με την ανεύρεση σε διάφορα μέρη τοπωνυμίων όπως «Πήδασος», «Λάρυμνα» και «Άβαι», τόσο στην Καρία όσο και στα παραπάνω μέρη της Ελλάδας. Αυτό ίσως υπήρξε το αποτέλεσμα κάποιας πρώιμης μεταναστεύσεως, ίσως, αντίθετα, ήταν η αιτία για τις θεωρίες περί Λελέγων. Πιθανότατα, τέλος υπήρχε, κάποιος διαδεδομένος προ-ινδοευρωπαϊκός πολιτισμός που συνέδεε χαλαρά αυτές τις χώρες, μία πιθανότητα πάνω στην οποία βασίσθηκαν πολλές σύγχρονες υποθέσεις.

Παραπομπές
1.Στράβων Γεωγραφικά Ζ, 321
2.Ηρόδοτος, Ιστορίες - Κλειώ, 171 (1.171).
3. Όμηρος, Ιλιάδα Κ
4. Παυσανίας, Λακωνικά, Γ 3.1.1.
5.Απολλώνιος ο Ρόδιος, Επιτομή, 3.10.3. Ανακτήθηκε 22/11/2009. (Αγγλικά)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΕΛΑΣΓΙΚΩΝ ΦΥΛΩΝ
Πρωτοελληνικά Πελασγικά φύλα
Άονες, Άβαντες Αιγιαλείς Δόλοπες Καύκωνες Κουρήτες Κραναοί Μινύες Τέμμικες Τηλεβόες (Ταφίοι) Φλεγύες

Άλλα πρωτοελληνικά φύλα
Αθαμάνες Αιολείς Αινιάνες Αιτωλοί Δερσαίοι Δωριείς Επειοί Κάρες Κίκονες Λαπίθες Λέλεγες Μάγνητες Μαίδοι Μαλιείς Μυρμιδόνες Οιταίοι Ύαντες

Πελασγικά φύλα που εξελίχθηκαν σε άλλα έθνη [ή και σε άλλα έθνη]
Χιττίτες, Ουρίτες, Πέρσες, Ακκαδαίοι, Ασσύριοι, Σουμέριοι, Ελαμίτες, Ινδοί  
Καυκάσιοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί , Φρύγες, Λύκιοι, Τρώες,
Ιλλυριοί [εκτός των Ελλήνων οι Αλβανοί, Σέρβοι, κα]
Θράκες [εκτός των Ελλήνων οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι]
Τυρρηνοί [Ιταλοί]
Φοίνικες -προ Χαναανιτών- [Γαλιλαίοι]
Φιλισταίοι [Παλαιστίνιοι]
Ήβηρες [Βάσκοι Ισπανοί]
Γάλλοι [Γάλλοι Μασσαλιώτες]




Ο χάρτης των πολιτισμών της ευρύτερης περιοχής την εποχή των Λελέγων και των Πελασγών


Βιβλιογραφία-πηγές
1.wikipedia λήμμα: Λέλεγες, Κάρες, Πελασγοί, Μικρά Ασία, Ανατολία
2. Eγκυκλοπαίδεια Δομή: Λέλεγες, Κάρες, Πελασγοί, Μικρά Ασία, Ανατολία
3.Ηρόδοτος: Ιστορίαι Κλειώ, Ντεαγκοστίνι
4.Κων/νου Παπαρρηγόπουλου: Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος πρώτος,εκδόσεις Λυμπέρης
5.Αρχαιολογικό μουσείο Λευκάδος

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΥΡΡΗΝΟΙ

Τυρρηνοί,ή Τυρσηνοί, ή Ετρούριοι, ή Ετρούσκοι, ή Ραζίνες:
είναι το πελασγικό φύλο που εντοπίζεται στο βόρειο τμήμα της Ιταλικής  χερσονήσου και είναι πρόγονοι των σημερινών Ιταλών.

Χάρτης γενετικών ιχνών ανασκαφών  μέχρι την εποχή της γέννησης του Χριστού.
Οι απλοομάδες G,J,E,T, είναι Πελασγοί [προέλληνες ή πρωτοέλληνες] 

Οι Πελασγικές προελληνικές ή πρωτοελληνικές γενετικές και πολιτισμικές ρίζες της Ρώμης και της Ιταλίας

Μια από τις πανάρχαιες κτήσεις των Πρωτοελλήνων Πελασγών είναι ο χώρος που σήμερα ξέρουμε ως Ιταλία. Πριν εγκατασταθούν στην χώρα αυτή τα Πελασγικά πρωτοελληνικά φύλα της τότε εποχής, η Ιταλία φέρεται από την παράδοση, ότι βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση και αραιοκατοικημένη.

Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι φέρονται από τη παράδοση ότι εγκαταστάθηκαν εκεί στην εποχή του Ουρανού, τον οποίο η παράδοση της χώρας τον αναφέρει ως Ιανό.

Μετά τον Ιανό-Ουρανό, ως κύριος της χώρας, φέρεται ο γιος του  Κρόνος, τον οποίο η παράδοση της χώρας τον αναφέρει ως Σατούρνο.

Στα μετέπειτα χρόνια, ως επί μέρους βασιλέας της Ιταλίας αναφέρεται ο Οίνωτρος, γιος του Λυκάονα της γενεάς του βασιλέα Ουρανού, αρχηγού των Γιγάντων. Γράφει σχετικά ο Ρωμαίος Βιργίλιος, διηγούμενος ιστορίες του αποικισμού της Ιταλίας, από τα Ελληνικά φύλα της τότε εποχής.

«…Υπάρχει τόπος, τον οποίον οι Έλληνες τον ονομάζουν Εσπερία. Είναι μια αρχαία εύφορη γη. Την αποίκησαν άνδρες του βασιλέα Οινώτρου. Οι μεταγενέστεροι ονόμασαν την χώρα αυτή, Ιταλία, από το όνομα του βασιλέα της Ιταλού. Εκείνοι οι πρίγκιπες ήσαν οι πρόγονοι του γένους μας…» ( 31)

Και πιο κάτω:

«Πρώτοι γαρ Ελλήνων αυτοί περαιωθέντες τον Ιόνιον κόλπον, ώκησαν Ιταλίαν, άγοντος αυτούς Οινώτρου του Λυκάονος… Ην δε ούτος πέμπτος από Αζετού και Φορωνέως των πρώτων εις Πελοπόννησον δυναστενσάντων… Ευρών δε χώραν πολλήν εις νομάς, και αρότρους εύθετον, έρημον δε την πλείστην, και ουδέ της οικουμένης πολυάνθρωπον, ώκησε πόλεις μικράς και συνεχώς επί ταις όρεσι…» (32-33)

«Πρώτοι αυτοί ήσαν από τους Ελληνες  οι οποίοι, έχοντας διασχίσει τους κόλπους του Ιωνίου Πελάγους, κατοίκησαν την Ιταλία, όπου τους οδήγησαν ο Οινωτρός  του Λυκάονος… Αυτός ήταν ο 5ος μετά από το Αζετό και Φορωνέα , που ήσαν οι πρώτοι που κυβέρνησαν την Πελοπόννησο. Έχοντας βρει μεγάλη χώρα πρόσφορη για βοσκοτόπια και καλλιέργειες , ως επί το πλείστον έρημη, και ούτε πολυάνθρωπες οι κατοικημένες περιοχές της, κατοίκησε σε μικρές πόλεις και πάντοτε στα ορεινά.»

Βλέπουμε ότι η παρουσία των Ελλήνων στην Ιταλική χερσόνησο χάνεται στα βάθη των χιλιετιών. Η ένταξη της χερσονήσου και της Σικελίας στον χώρο του Αιγαίου πολιτισμού πραγματοποιήθηκε από την Ε” π.Χ. χιλιετία [5000πΧ]. Επίσης και ο Παυσανίας, (Αρκαδικά 3), μας πληροφορεί ότι ο νεώτερος γιος του Λυκάονος, ο Οίνωτρος, «επεραιώθη ναυσίν εν Ιταλίαν, και η Οινωτρία χώμα το όνομα έσχεν από Οινώτρου βουλεύοντος»

  Ακόμα και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μας αναφέρει, ότι Κρήτες εγκαταστάθηκαν στον Ακράγαντα της Σικελίας, ο οποίος ονομάσθηκε αρχικώς Μινώα: «Αύτη δε …υπό Μίνωος εκτίσθη» (Ιστορική  Βιβλιοθήκη 9).

 Αλλά και ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Α” Εισαγωγή) χαρακτηρίζει τους Ετρούσκους Έλληνες, οι όποιοι μαζί με τους Λυκίους και άλλους Πελασγούς εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία. Ο ίδιος, όπως και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Θουκυδίδης, ο Στράβων, βεβαιώνουν ότι, οι Τυρρηνοί (Ετρούσκοι) ήσαν το πανάρχαιο Ελληνικό φύλο των Τυρσηνών, που από τα Τούρσα της Μ. Ασίας και άλλες περιοχές του Αιγαιακού χώρου, μετώκησε στην Ιταλία μαζί με άλλους Πελασγούς.

Αρχηγός των εποικησάντων την Τοσκάνη ήταν ό Τυρσηνός, γιος του Άτυος, ο οποίος ήταν γιος του Μίνωος.

 Ο Στράβων (C 230) αναφέρει ότι ο Ρωμαίος συγγραφέας Κοίλιος, δέχεται, ότι η Ρώμη «Ελληνικόν είναι κτίσμα». Ο Πλούταρχος γράφει ότι  στην Ρώμη είχαν εορτές για την Καρμέντα, σύζυγο του εποικιστού της Ρώμης, Ευάνδρου, από την Αρκαδία και για τον Λύκιο Απόλλωνα της Αρκαδίας (Ρωμύλος 13).

Ο Στράβων, ο μεγαλύτερος γεωγράφος της ιστορίας, αναφέρει την Ραουέννα (Ραβένα C 124) ως κτίσμα των Ελλήνων. Στην περιοχή της Αδριατικής είχε δράσει ο Έλλην Διομήδης, για τον οποίο είχαν στήσει Ιερόν «τω μυχώ τον Αδρίου» ενώ, οι νυν Τρέμιτι νήσοι, ελέγοντο «Διομήδειοι νήσοι» (C 215).

 Ο Αντωνίνος Α” (β” μ.Χ. αιώνας, που η Ελλάς τελούσε υπό ρωμαϊκή κατοχή) απάλλαξε από κάθε φόρο την πολίχνη Παλλάντιον της Αρκαδίας, αναγνωρίζοντας ότι από εκεί είχαν έλθει οικιστές στον λόφο Παλλατίνον της Ρώμης (Παυσανίας Αρκαδικά 43)

Οι Σαβίνοι, φαίνεται ότι ήσαν απόγονοι Λακεδαιμονίων «Οι δε Σαβίνοι… κώμας  ώκουν ατειχίστους ως προσήκον αυτούς μέγα φρονείν και μη φοβείσθαι Λακεδαιμονίων αποίκους ούσιν» (Πλούταρχος Ρωμύλος 16). Σαβίνος ήταν και ο βασιλέας-νομοθέτης των Ρωμαίων, Νουμάς (Πλούταρχος. Νουμάς 1).

Οι Έλληνες μέσω του Αρισταίου διδάξαν την καλλιέργεια της ελιάς και θεοποιήθηκαν

Μεγάλο ρόλο ακόμα στον εκπολιτισμό της Ιταλίας διαδραμάτισε ο Αρισταίος (ως τόπος καταγωγής του αναφέρεται η Βοιωτία, η Θεσσαλία, η Εύβοια, η Κέα), ο οποίος λατρεύτηκε ως θεός ιδίως στην Σικελία και την Σαρδηνία. Την δεύτερη την ειρήνευσε, την κατεφύτευσε και δίδαξε στους Ιθαγενείς την καλλιέργεια του ελαιόδενδρου, την πήξιν του γάλακτος, την μελισσοτροφία, την ελαιουργία (Πλίνιος Nat.Hist. VII 199, Νόννος Ε. 258 κ. εξ.).

Ας πάρουμε, στο σημείο αυτό, τα πράγματα από την αρχή. Η παράδοση πώς η Ρώμη ήταν Αρκαδική Πελασγική αποικία, είχε ευρεία διάδοση στην αρχαιότητα, ιδίως ανάμεσα στους Λατίνους ιστορικούς και ποιητές. Ο κυριώτερος και κεντρικότερος από τους λόφους, όπου ήταν κτισμένη η πόλη (mons Palatinus  ή Palatium) πήρε το όνομα του από το Αρκαδικό Παλλάντιο.

Έλεγαν, πώς ο Αρκάς Εύανδρος, είχε πάει εκεί 60 χρόνια προ των Τρωικών. Η μητέρα του Ευάνδρου, που λεγόταν Νικοστράτη, έγινε από τους Ρωμαίους Carmentis ή Carmenta (Πλούταρχος Ρωμύλος 21), και είχε εξαιρετικές τιμές από τους κατόπιν Ρωμαίους, γιατί είχε προφητική δύναμη. H ονομαστή porta Camentalis του τείχους της Ρώμης, χρωστούσε το όνομά της σε παρακείμενο βωμό, αφιερωμένο στην μητέρα του  Ευάνδρου.

Ο Βιργίλιος, αναφέροντας την ίδρυση της πρώτης πόλεως, από τον βασιλέα Εύανδρο, ανάμεσα στους παρά τον Τίβερη λόφους, προσθέτει πώς είχε δοθεί σ” αυτήν το όνομα της μητροπόλεως του «Παλλάντιον» και πώς οι Αρκάδες, που εγκαταστάθηκαν εκεί μαζί με τον Εύανδρο, κατάγονται από την Παλλάδα (Αιν. 8, 51 κπ).

 Ο Οβίδιος λέει, πώς στην θέση που ήταν επί των ήμερων του η Ρώμη, η πρωτεύουσα του κόσμου, χόρτα μόνον υπήρχαν και λίγα βόσκοντα πρόβατα, αραιά δέντρα και αραιότερες καλύβες, όταν έφτασε εξόριστος από την Αρκαδία ο Εύανδρος, φέρνοντας μαζί του τους πατρώους θεούς. Όταν ο Εύανδρος και η ακολουθία του έφθασαν εκεί, τους σταμάτησε η προφήτισσα μητέρα του λέγοντας: «Σταθείτε, ο τόπος αυτός είναι προορισμένος να γίνει το κέντρο μιας αυτοκρατορίας».

Και συνεχίζει την γραφή του ο Οβίδιος: «Ο Νωνάκριος ήρωας άκουσε την θεόπνευστη μητέρα του και έμεινε έχει, δίδαξε τους ντόπιους τις ιερουργίες του τόπου του, ιδίως τους έμαθε να τιμούν τον Πάνα και τον φτεροπόδαρο θεό Έρμη» (Fasti 5, 91 κπ).

Εδώ αξίζει να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα αρχαίων κειμένων τα όποια αποκαλύπτουν την Ελληνοπελασγική καταγωγή των Ρωμαίων, χωρίς βέβαια να συνυπολογίσουμε τις ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας, πού ιδρύθηκαν σε μεταγενέστερα χρόνια:

         Διονύσιος Αλικαρνασεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία Ι, 11, 2-3″.

«Επειδή ο Οίνωτρος ήταν δυσαρεστημένος με την μοιρασιά της γης της Αρκαδίας, πού έκανε ο πατέρας του Λυκάων στα 22

πέρασε την θάλασσα του Ιονίου μαζί με τον Πευκέτιο, έναν από τους αδελφούς του. Συνοδευόταν δε από πλήθος λαού. Ο Πευκέτιος, αφού πέρασε το ακρωτήριο της Ιαπυγίας, βγήκε με μία ομάδα ανθρώπων στην ξηρά και η περιοχή πού αποβιβάσθηκαν ονομάστηκε Πευκετία. Ο Οίνωτρος δε, με τον περισσότερο στρατό πέρασε στην άλλη θάλασσα, που βρέχει, τις δυτικές περιοχές κατά μήκος των ακτών της Ιταλίας, που ονομάστηκε έκτοτε Αυονική θάλασσα και αργότερα Τυρρηνική. Αύτη η περιοχή ονομάσθηκε Οινωτρία. Ο Οίνωτρος δε, γεννήθηκε 17 γενεές πριν από την τρωική εκστρατεία».

Παυσανίας Αρκαδικά 43, 1-3.

 «Στη συνέχεια του έργου μου οφείλω να ασχοληθώ με το Παλλάντιο, για ότι αξιομνημόνευτο υπάρχει εκεί, και για ποιο λόγο ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο παλαιότερος, έκανε το Παλάντιο πόλη αντί κώμης και παραχώρησε στους κατοίκους του ελευθερία και απάλλαξε από τους φόρους. Λένε, λοιπόν, πώς ένας Εύανδρος ξεπερνούσε όλους τους Αρκάδες στην σύνεση και στην πολεμική ικανότητα. Ήταν γιος μιας νύμφης, κόρης του Λάδωνα και του Έρμη. Αυτός στάλθηκε σε αποικία με ομάδα Αρκάδων από το Παλλάντιο και ιδρυσε πόλη παρά τον Τίβερη ποταμό. Ένα μέρος της σύγχρονης μας πόλης της Ρώμης, εκείνο που είχε εγκατασταθεί ο Εύανδρος με τους Αρκάδες του, ονομάστηκε Παλλάντιο, σ’ ανάμνηση της αρκαδικής πόλεως. Γι’ αυτούς τους λόγους έγιναν οι τιμητικές παραχωρήσεις εκ μέρους του αυτοκράτορα στους Παλλαντιείς».

 Πλούταρχος Ρωμύλος 1.

«…Άλλοι λένε πώς οι Πελασγοί, που πλανήθηκαν στους περισσότερους τόπους της οικουμένης και νίκησαν τους περισσότερους ανθρώπους, εγκαταστάθηκαν στο μέρος αυτό (Ρώμη) και ονόμασαν έτσι την πόλη από την Ρώμη των όπλων τους…»

 Στράβων, «Γεωγραφικά» Ε” 111,3.

«…Ή Ρώμη υπήρξε Αρκαδική αποικία υπό τον Εύανδρο. Αυτός φιλοξένησε τον Ηρακλή, τότε που πήγαινε για τα βόδια του Γηρυόνη. Ο Εύανδρος έμαθε από την μάνα του, την Νικοστράτη, που ήταν έμπειρη στα μαντικά, ότι ήταν πεπρωμένο του Ηρακλή να γίνει θεός, όταν θα τελείωνε τους άθλους του. Το ομολόγησε στον Ηρακλή, καθόρισε έναν ναό και έκανε θυσία προς τιμήν του, συμφώνα με το ελληνικό έθιμο – μία θυσία πού γίνεται ακόμη και σήμερα. Ακόμη και ο ιστορικός των Ρωμαίων, Κοίλιος, θεωρεί αυτή την θυσία απόδειξη, ότι η Ρώμη είναι ελληνικό κτίσμα, αφού πρόκειται για πατρογονική θυσία, ελληνική, στον Ηρακλή. Οι Ρωμαίοι τιμούν και την μητέρα του Ευάνδρου. Την ονόμασαν Καρμέντη και την θεωρούν μία από τις νύμφες.»

 Στράβων, «Γεωγραφικά» Η” VI,20.

«Ο Δημάρατος πάλι, ένας από αυτούς που κυβέρνησαν την Κόρινθο, δραπετεύοντας, μετά από στασιασμούς, κουβάλησε μαζί του τόσο πλούτο από την πατρίδα του στην Τυρρηνία, ώστε αυτός κυβέρνησε την πόλη που τον υποδέχτηκε. Ο γιος του έγινε βασιλιάς των Ρωμαίων».

 Παρατηρούμε ότι ο Στράβων αποδεικνύεται πολύ μεγάλος γνώστης όσον αφορά την πελασγική καταγωγή των Ρωμαίων, και προχωρεί και σε πιο… βαθιά νερά όσο αφορά το επίμαχο αυτό ζήτημα. Χαρακτηριστικά αναφέρει για τους Ετρούσκους, που καταχωρίζονται από τους αρχαιολόγους ως λαός αγνώστου καταγωγής, τα εξής:

«Οι Ρωμαίοι αποκαλούν τους Τυρρηνούς Ετρούσκους και Τούσκους. Οι Έλληνες τους λένε Τυρρηνούς από τον Τυρρηνό του Άτυος, καθώς λένε, που δημιούργησε εδώ αποικίες από την Λυδία. Υπήρχε πείνα και αφορία, οπότε ο Άτυς, ένας από τους απογόνους του Ηρακλή και Ομφάλης, που είχε δυο παιδιά, έριξε κλήρο και κράτησε τον Λυδό, ενώ τον Τυρρηνό με τον περισσότερο κόσμο τους ξαπέστειλε» (Στράβων, «Γεωγραφικά», Ε, II, 2)

Μας λέει λοιπόν ο Στράβων ξεκάθαρα ότι οι Ετρούσκοι κατάγονται από την Λυδία της Μ. Ασίας, και κυβερνάτο αυτός ο λαός (οι Ετρούσκοι) από έναν βασιλέα, ο οποιος είναι απόγονος του Ηρακλέους. «Μερικοί από αυτούς (τους Πελασγούς) ήλθαν στην Ιταλία, μαζί με τον Τυρρηνό του Άτυος» (Στράβων «Γεωγραφικά», Ε’, II, 4).

Στο σημείο αυτό, ο Στράβων, αναφέρεται μόνο στην Λυδία ως χώρα προελεύσεως των Ετρούσκων, και σε άλλο σημείο του έργου του μας μίλα για Πελασγούς εκ Λυδίας, πουθενά όμως δεν ξεκαθαρίζει ότι οι Πελασγοί Ετρούσκοι είχαν κοιτίδα την Ελλάδα. Το ξεκαθαρίζει όμως το κρίσιμο αυτό ζήτημα ο Πλούταρχος (Ρωμύλος 2) με πλήρη σαφήνεια. «…Τους Τυρρηνούς που είχαν έλθει από την Θεσσαλία στην Λυδία κι από την Λυδία στην Ιταλία». Η Θεσσαλία ήταν μία περιοχή της Ελλάδος που βρισκόταν κάτω από την πλήρη κυριαρχία των Πελασγών, ονομάζονταν δε και πελασγικό Άργος, όπως αναφέρει ο Στράβων. Από την Θεσσαλία λοιπόν ξεκίνησαν άποικοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Λυδία. Κάποια στιγμή όμως στη Λυδία αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα επιβιώσεως και αναγκάστηκε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ξενιτευτεί για δεύτερη φορά. Έφθασαν λοιπόν στην Ιταλία και ονομάστηκαν Τυρρηνοί, από το όνομα του ηγέτη τους Τυρρήνου, ωστόσο όμως ήσαν στην καταγωγή Πελασγοί και αυτούς οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Ετρούσκους. Αυτές όλες οι γενεαλογίες ήταν κοινή πεποίθηση στην αρχαιότητα και απόλυτα ξεκαθαρισμένες και καταχωρημένες, επομένως η άποψη των αρχαιολόγων για τους Ετρούσκους ως λαού αγνώστου καταγωγής είναι εκ του πονηρού, την στιγμή που υπάρχει καταγεγραμμένη καταγωγή στα αρχαία κείμενα.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και το σημαντικότατο άρθρο που υπογράφει ο Ιταλός αρχαιολόγος Τσάο Τσεβάλι. στο περιοδικό «CORPUS» (τεύχος 28 Ιούνιος 2001) με τίτλο «Μυκηναίοι, οι πρώτοι Έλληνες στην Ιταλία».

 Σύμφωνα με αυτό το δημοσίευμα οι Ιταλοί αρχαιολόγοι είναι πλέον βέβαιοι ότι η ελληνική (Πελασγική) παρουσία στην Ιταλία ξεκινά από τον 16° αιώνα π.Χ.

Αλλά και η αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαιώνει τους Ιταλούς αρχαιολόγους και φυσικά πάνω απ’ όλους τους αρχαίους συγγραφείς, οι οποίοι υποστήριζαν την ύπαρξη ελληνικών αποίκων από την μυκηναϊκή περίοδο. Ο Στράβων για παράδειγμα αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Η πρώτη πόλη είναι ο Κρότων, εκατόν πενήντα στάδια από το Λακίνιο, ο ποταμός Αίσαρος, και λιμάνι  σε άλλον ποταμό, τον Νέαιθο, που λένε ότι χρωστάει το όνομά του σε ένα συμβάν. Μερικοί Αχαιοί, που πλανήθηκαν μετά την τρωική εκστρατεία και έφτασαν εδώ, κατέβηκαν να ερευνήσουν την περιοχή και όταν οι Τρωάδες που έπλεαν μαζί τους, έμαθαν ότι τα πλοία είναι έρημα, επειδή είχαν κουραστεί από το ταξίδι. Έκαψαν τα πλοία. Έτσι, οι άνδρες αναγκάστηκαν να μείνουν, βλέποντας εξ άλλου ότι και η γη ήταν πολύ εύφορη». (Στράβων, «Γεωγραφικά» ΣΤ Τ, 12).

Αχαιοί – Μυκηναίοι ιδρύουν αποικία στον κόλπο του Τάραντα, στην Νότια Ιταλία, μετά τον Τρωικό πόλεμο. Κι όλα αυτά ενώ μέχρι σήμερα διδάσκεται επίσημα στα σχολεία -άκουσον, άκουσον- ότι οι Έλληνες πήγαν για πρώτη φορά στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ. Και συνεχίζει ο Στράβων:

«η Πίσα είναι κτίσμα των Πισάτων της Πελοποννήσου, πού ήλθαν με τον Νέστορα στο Ίλιο και στην επιστροφή περιπλανήθηκαν, άλλοι στο Μεταπόντιο κι άλλοι στο Πισάτις» (Στράβων «Γεωγραφικά» Ε” Π, 5).

 «…για τους Ενετούς υπάρχουν δυο εκδοχές: Η μία λέει ότι είναι άποικοι Κέλτες, από αυτούς πού ζούνε στον Ωκεανό, ενώ η άλλη αναφέρει ότι πρόκειται για Ενετούς της Παφλαγονίας, που από τον Τρωικό πόλεμο διασώθηκαν, φθάνοντας εδώ με επικεφαλής τον Αντήνορα» (Στράβων «Γεωγραφικά Ε” II, 4).

 Ο Στράβων όμως είναι κατηγορηματικός ότι ο αποικισμός της Ιταλίας είναι κατά πολύ αρχαιότερος της μυκηναϊκής περιόδου. Οι πρώτοι Πελασγοί και Ελληνοπελασγοί που έφτασαν σε Ιταλία και Σικελία, ήσαν οι Κρήτες του Μίνωος.

 Ακόμη και ο Τάραντας ήταν αρχικά πόλη της Κρήτης.

«Λένε πώς ήσαν αυτοί που ταξίδευσαν με τον Μίνωα στη Σικελία κι όταν αυτός πέθανε στην Καμική, στην κατοικία του Κώκαλου, έφυγε από την Σικελία και μερικοί, με τα πόδια, πέρασαν στον Αδρία κι έφθασαν στην Μακεδονία, όπου ονομάσθηκαν Βοττιαίοι. Λέγεται, πάντως, ότι όλοι όσοι κατοικούν έως την Δαύνια λέγονται Ιάπυγες, από τον Ιάπυγα, που ήταν παιδί του Δαίδαλου με μία Κρητικιά γυναίκα και έγινε αρχηγός των Κρητών. Τάραντα ωνόμασαν την πόλη από κάποιον ήρωα». (Στράβων «Γεωγραφικά» ΣΤ^ ΠΙ, 2).

«Όταν ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Υρία βρίσκεται στην Ιαπυγία, που ιδρύθηκε από τους Κρητικούς που χώρισαν από τον στόλο του Μίνωα στην Σικελία, πρέπει να δεχθούμε την Ουρία ή τον Ουερητό.Το Βρεντέσιο λέγεται ότι το αποίκισαν Κρήτες, αυτοί πού έφυγαν με τον Θησέα από την Κνωσό, είτε αυτοί που έφυγαν από την Σικελία με τον Ιάπηγα…» (Στράβων «Γεωγραφικά», ΣΤΊΙΙ, 6).

 Απόσπασμα από άρθρο του περιοδικού «Ελληνόραμα», τ.25o.

Άρθρο «Προϊστορικοί Ελληνες στην Ιταλία», σελ 9-15
http://www.hellinon.net/GreekRome.htm



Tινία -Tinia (επίσης Tin, Tinh, Tins ή Tina) ήταν ο θεός του Ουρανού και ο  υψηλότερος θεός της ετρούσκικης -πελασγικής μυθολογίας αντίστοιχος του Δία- Ζεύς .
'Ηταν ο σύζυγος της Τhalma ή Uni και πατέρας του Hercle- Ηρακλή.Terracotta, 300-250 πΧ Μουσείο Μονάχου

Στήλη των Καμινίων: Επιτύμβια στήλη από τη Λήμνο σε πελασγική γλώσσα


Χορευτές και αρπιστές σε Ετρούσκικο φρέσκο από την Ταρκίνια. Βρέθηκε σε τοίχο ταφικού μνημείου του 465πΧ στην Ταρκίνια πρωτεύουσα της Ετρουρίας.  Στη σύγχρονη εποχή λέγεται Τοσκάνη και Ούμπρια (Image © Billie Love)
Λημνιακή πινακίδα με Πελασγική  Τυρρηνική γραφή

Ετρούσκικο κρεμαστό με σώστικα: το αρχαιότερο ΠρωτοΕλληνικό σύμβολο, πιθανόν αντίγραφο προερχόμενο από την Πρωτομινωική -πελασγική εποχή των Ετεοκρητών που ίδρυσαν την Ετρουρία σύμφωνα με τον Στράβωνα.
 Bolsena, Italy, 700-650 BC. Louvre.
Βιβλιογραφία

 de Grummond, Etruscan Myth, Sacred History and Legend, page 53

 a b Dennis, George (1848). The cities and cemeteries of Etruria: Vol.I. London.

 a b von Döllinger, Johann Joseph Ignaz (1862). The Gentile and the Jew: Vol.II. London.

 Giuliano Bonfante and Larissa Bonfante (1983). The Etruscan language: an introduction. Manchester University Press.

για περισσότερες φωτογραφίες:

ΟΙ ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 2009-2023

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ