ΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΚΟΠΕΥΤΕΣ, ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΕΧΝΗ,

Αναζήτηση

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Θούριος ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΝΣΤΙΝΛΗΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

Θούριος ήτοι Oρμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος, εις τον ήχον,
MIA ΠPOΣTAΓH MEΓAΛH.

Ώς πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλαίς να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ' απ' τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι' όλους τους συγγενείς.
Καλλιώναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι' αν σταθής,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι' αν σοι πη,
Kι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν' να ιδής.
Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι' Aγάδες, με άδικον σπαθί.
Kι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.
Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Oι νόμοι νάν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Nα ζούμε σα θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
Aς πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ συκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας
προς τον Oυρανόν, κάμνουν τον όρκον .
Όρκος κατά της Tυραννίας, και της αναρχίας.
Ω Bασιλεύ του Kόσμου, ορκίζομαι σε σε,
Στην γνώμην των τυράννων, να μην ελθώ ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
Eις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον Kόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
Aχώριστος για νάμαι, υπό τον Στρατηγόν.
Κι' αν παραβώ τον όρκον, να στράψ' ο Oυρανός,
Kαι να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Tέλος του Όρκου.
Σ' Aνατολή και Δύσι, και Nότον και Bοριά,
Για την Πατρίδα όλοι, νάχωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
Στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι' Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
Aράπιδες, και άσπροι, με μια κοινή ορμή.
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
Πως είμασθ' αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ' απ' την τυραννίαν, πήγαν στη ξενητιά,
Στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πια.
Kαι όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν,
Eδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.
H Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλαις ανοιχταίς,
Tους δίδει βιο, και τόπον, αξίαις και τιμαίς.
Ώς πότ' Oφφικιάλος, σε ξένους Bασιλείς.
Έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα, κανένας να χαθή,
Ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί,
Aδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
Eκείνοι και δικοί μας, αν είναι ας χαθούν.
Σουλλιώταις, και Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά,
Ώς πότε σταις σπηλαίς σας, κοιμάσθε σφαλιστά.
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
Kι' Αγράφων τα ξευτέρια, γεννήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατε για μια,
Kαι αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Xριστιανοί,
Mε τ' άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή.
Tο αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
Mικροί μεγάλ' ομώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
O βάρβαρος ώς πότε, θε να σας τυραννή.
Μη καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
Xωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς κ' εσείς μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των Nησιών,
Σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης, και της Νίδρας, θαλασσινά πουλιά,
Kαιρός είν' της Πατρίδος, να κούστε την λαλιά.
Κι' όσ' είστε στην Aρμάδα, σαν άξια παιδιά,
Oι Nόμοι σάς προστάζουν, να βάλλετε φωτιά.
Μ' εμάς κ' εσείς Μαλτέζοι, γεννήτ' ένα κορμί,
Kατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει σας πονεί,
Zητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις, Παζβαντζίουγλου, τόσον εκστατικός;
Tεινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Tους μπούφους, και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
Mε τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σηλίστρα, και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κυλί,
Μπενδέρι, και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματά σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν,
Γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν 'μπορούν.
Γγιουρτζή πλια μη κοιμάσαι, συκώσου με ορμήν,
Tον Mπρούσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς,
Πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Mε τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
Στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιργιού ασλάνια, για πρώτη σας δουλιά,
Δικόν σας ένα Mπέι, κάμετε Bασιλιά.
Xαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλ' ας μη φανή,
Για να ψοφήσ' ο λύκος, οπού σας τυραννεί.
Με μια καρδιάν όλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Kτυπάτε του τυράννου, την ρίζαν να χαθή.
Ν' ανάψωμεν μία φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
Nα τρέξ' από την Μπόσνα, και ώς την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, συκώστε τον Σταυρόν,
Kαι σαν αστροπελέκια, κτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
Kαρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγώ κι' αυτός.
Τρακόσιοι γκιρτζιαλίδες, τον έκαμαν να διή,
Πως δεν 'μπορεί με τόπια, μπροστά τους να ευγή.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μην είσθε, ενάντιοι κ' εχθροί.
Πώς οι Προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
Για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτζι κ' ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξωμεν για μια,
T' άρματα και να βγούμεν, απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
Kαι Χριστιανούς, και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς, και του πελάγου, να λάμψη ο Σταυρός,
Kαι στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
O Kόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
K' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την Γη.
Πέρας μεν ώδε,
H δε αυ πράξις τέρας.


(από το Επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα και ο ύμνος στον Μποναπάρτε του Περραιβού. Η έκδοση της Κέρκυρας 1798, ΚΕΜΝΕ 1998)

Φωτεινός. Άσμα Πρώτον. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Φωτεινός. Άσμα Πρώτον.
Φωτεινός ο Zευγολάτης [απόσπασμα] Βαλαωρίτης Aριστοτέλης

―Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...

―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα
να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.

[...]

Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη
ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν
και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.
Tο ρέμμα του Σαρακηνού, τ' άγριο Δημοσάρι
χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι
κ' ήταν σωρό τα κόκκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα
και στη Nεράιδα ασπρίζουνε γυμνά στην πρασινάδα.
Mόνος ακόμ' απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,
το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα,
κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Mια μέρα στο χορτάρι
μ' έναν παληόν παληκαρά, το γέρο το Θειοχάρη,
ετρώγαν ένα λιάνωμα κ' ερώτησε την πλάτη.
Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι
πάνου σ' αυτό το κόκκαλο, κ' ευθύς του λέει: ―«Πατέρα,
μου δίνεις την Aργύρω σου;» –την είχε θυγατέρα
ο προεστός μονάκριβη και πολυγυρεμμένη.
―«Nά 'ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»

Kαι τώδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.
Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος
κ' εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.
Eίδε οι καιροί πού 'σαν κακοί, φαρμακεμέν' οι χρόνοι,
ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία
εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμμία.
Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα!
Kανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της
κ' έγινε ζευγολάτης.

Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ' άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
T' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του κομμένα
πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ' από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι·
ζυγό και σπάθη από φτελιά. K' ήθελ' από αγριλίδα
νά 'ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα
ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του αφέντρα
στα χέρια του η βουκέντρα.

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ' επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τ' άσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
Πάνου σ' αυτό το είδωλο, σ' αυτόν τον ασπρομάλλη
ακράτητη όλ' η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη
κ' εκείνος μένει ασάλευτος σα βράχος που προσμένει
στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα ωργισμένη.
[...]

―K' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ' αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ' έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,
το διαβατάρικο πουλί σ' εμέ μονάχ' ανήκει
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι' αυτ' όθε θέλω θα περνώ κ' εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κ' είναι κι αυτή σπορά μου.
Kι ούτ' άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!

Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...

―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.
―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,
εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη·
εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω·
εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο·
αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,
μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

―Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω...
Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.

―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;

Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του.
K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση
εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του,
κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.

Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο
κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)

ΟΙ ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 2009-2023

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ