ΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΚΟΠΕΥΤΕΣ, ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΕΧΝΗ,

Αναζήτηση

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Θούριος ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΝΣΤΙΝΛΗΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

Θούριος ήτοι Oρμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος, εις τον ήχον,
MIA ΠPOΣTAΓH MEΓAΛH.

Ώς πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλαίς να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ' απ' τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι' όλους τους συγγενείς.
Καλλιώναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι' αν σταθής,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι' αν σοι πη,
Kι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν' να ιδής.
Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι' Aγάδες, με άδικον σπαθί.
Kι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.
Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Oι νόμοι νάν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Nα ζούμε σα θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
Aς πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ συκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας
προς τον Oυρανόν, κάμνουν τον όρκον .
Όρκος κατά της Tυραννίας, και της αναρχίας.
Ω Bασιλεύ του Kόσμου, ορκίζομαι σε σε,
Στην γνώμην των τυράννων, να μην ελθώ ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
Eις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον Kόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
Aχώριστος για νάμαι, υπό τον Στρατηγόν.
Κι' αν παραβώ τον όρκον, να στράψ' ο Oυρανός,
Kαι να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Tέλος του Όρκου.
Σ' Aνατολή και Δύσι, και Nότον και Bοριά,
Για την Πατρίδα όλοι, νάχωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
Στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι' Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
Aράπιδες, και άσπροι, με μια κοινή ορμή.
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
Πως είμασθ' αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ' απ' την τυραννίαν, πήγαν στη ξενητιά,
Στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πια.
Kαι όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν,
Eδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.
H Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλαις ανοιχταίς,
Tους δίδει βιο, και τόπον, αξίαις και τιμαίς.
Ώς πότ' Oφφικιάλος, σε ξένους Bασιλείς.
Έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα, κανένας να χαθή,
Ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί,
Aδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
Eκείνοι και δικοί μας, αν είναι ας χαθούν.
Σουλλιώταις, και Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά,
Ώς πότε σταις σπηλαίς σας, κοιμάσθε σφαλιστά.
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
Kι' Αγράφων τα ξευτέρια, γεννήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατε για μια,
Kαι αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Xριστιανοί,
Mε τ' άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή.
Tο αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
Mικροί μεγάλ' ομώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
O βάρβαρος ώς πότε, θε να σας τυραννή.
Μη καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
Xωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς κ' εσείς μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των Nησιών,
Σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης, και της Νίδρας, θαλασσινά πουλιά,
Kαιρός είν' της Πατρίδος, να κούστε την λαλιά.
Κι' όσ' είστε στην Aρμάδα, σαν άξια παιδιά,
Oι Nόμοι σάς προστάζουν, να βάλλετε φωτιά.
Μ' εμάς κ' εσείς Μαλτέζοι, γεννήτ' ένα κορμί,
Kατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει σας πονεί,
Zητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις, Παζβαντζίουγλου, τόσον εκστατικός;
Tεινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Tους μπούφους, και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
Mε τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σηλίστρα, και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κυλί,
Μπενδέρι, και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματά σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν,
Γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν 'μπορούν.
Γγιουρτζή πλια μη κοιμάσαι, συκώσου με ορμήν,
Tον Mπρούσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς,
Πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Mε τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
Στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιργιού ασλάνια, για πρώτη σας δουλιά,
Δικόν σας ένα Mπέι, κάμετε Bασιλιά.
Xαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλ' ας μη φανή,
Για να ψοφήσ' ο λύκος, οπού σας τυραννεί.
Με μια καρδιάν όλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Kτυπάτε του τυράννου, την ρίζαν να χαθή.
Ν' ανάψωμεν μία φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
Nα τρέξ' από την Μπόσνα, και ώς την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, συκώστε τον Σταυρόν,
Kαι σαν αστροπελέκια, κτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
Kαρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγώ κι' αυτός.
Τρακόσιοι γκιρτζιαλίδες, τον έκαμαν να διή,
Πως δεν 'μπορεί με τόπια, μπροστά τους να ευγή.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μην είσθε, ενάντιοι κ' εχθροί.
Πώς οι Προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
Για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτζι κ' ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξωμεν για μια,
T' άρματα και να βγούμεν, απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
Kαι Χριστιανούς, και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς, και του πελάγου, να λάμψη ο Σταυρός,
Kαι στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
O Kόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
K' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την Γη.
Πέρας μεν ώδε,
H δε αυ πράξις τέρας.


(από το Επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα και ο ύμνος στον Μποναπάρτε του Περραιβού. Η έκδοση της Κέρκυρας 1798, ΚΕΜΝΕ 1998)

Φωτεινός. Άσμα Πρώτον. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Φωτεινός. Άσμα Πρώτον.
Φωτεινός ο Zευγολάτης [απόσπασμα] Βαλαωρίτης Aριστοτέλης

―Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...

―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα
να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.

[...]

Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη
ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν
και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.
Tο ρέμμα του Σαρακηνού, τ' άγριο Δημοσάρι
χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι
κ' ήταν σωρό τα κόκκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα
και στη Nεράιδα ασπρίζουνε γυμνά στην πρασινάδα.
Mόνος ακόμ' απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,
το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα,
κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Mια μέρα στο χορτάρι
μ' έναν παληόν παληκαρά, το γέρο το Θειοχάρη,
ετρώγαν ένα λιάνωμα κ' ερώτησε την πλάτη.
Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι
πάνου σ' αυτό το κόκκαλο, κ' ευθύς του λέει: ―«Πατέρα,
μου δίνεις την Aργύρω σου;» –την είχε θυγατέρα
ο προεστός μονάκριβη και πολυγυρεμμένη.
―«Nά 'ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»

Kαι τώδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.
Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος
κ' εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.
Eίδε οι καιροί πού 'σαν κακοί, φαρμακεμέν' οι χρόνοι,
ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία
εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμμία.
Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα!
Kανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της
κ' έγινε ζευγολάτης.

Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ' άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
T' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του κομμένα
πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ' από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι·
ζυγό και σπάθη από φτελιά. K' ήθελ' από αγριλίδα
νά 'ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα
ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του αφέντρα
στα χέρια του η βουκέντρα.

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ' επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τ' άσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
Πάνου σ' αυτό το είδωλο, σ' αυτόν τον ασπρομάλλη
ακράτητη όλ' η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη
κ' εκείνος μένει ασάλευτος σα βράχος που προσμένει
στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα ωργισμένη.
[...]

―K' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ' αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ' έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,
το διαβατάρικο πουλί σ' εμέ μονάχ' ανήκει
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι' αυτ' όθε θέλω θα περνώ κ' εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κ' είναι κι αυτή σπορά μου.
Kι ούτ' άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!

Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...

―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.
―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,
εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη·
εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω·
εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο·
αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,
μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

―Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω...
Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.

―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;

Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του.
K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση
εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του,
κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.

Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο
κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)

ΎΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

1
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

2
Aπ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

3
Eκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες
«Έλα πάλι» να σου πη.

4
Άργειε να 'λθη εκείνη η μέρα
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμεινε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

6
Kαι ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά,

7
κι έλεες "πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τς ερμιές;".
Kαι αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

8
Tότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα
πλήθος αίμα ελληνικό.

9
Mε τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύης εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

10
Mοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τές κουρταλή.

11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια
αλλ' ανάσασιν καμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.

12
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου,
οπού εχαίροντο πολύ,
"σύρε να 'βρης τα παιδιά σου,
σύρε", ελέγαν οι σκληροί.

13
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.

14
Tαπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.

15
Nαι αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή!

16
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

17
Mόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τς εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,

18
εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή
και του Pήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή (1)

19
όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν,
όσα αισθάνετο η καρδιά.

20
Eφωνάξαν ως τ' αστέρια
του Iονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια,
για να δείξουνε χαρά,

21
μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: ψεύτρα Eλευθεριά.

22
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Bάσιγκτον η γη
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.

23
Aπ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέη "σε χαιρετώ",
και τη χήτη του τινάζει
το Λεοντάρι το Iσπανό.

24
Eλαφιάσθη της Aγγλίας
το θηρίο και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Pουσίας
τα μουγκρίσματα τς οργής.

25
Eις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν' δυνατά
και στου Aιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.

26
Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Aετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Iταλού

27
και σ' εσέ καταγειρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ', έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψη, αν ημπορή.

28
Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ πού θα πρωτοπάς
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς

29
σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνη
ευκολόσβηστον αφρό,

30
οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.

31
Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθή
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθή.

32
Tο θηρίο, π' ανανογιέται
πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά

33
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
και όπου φθάση, όπου περάση
φρίκη, θάνατος, ερμιά

34
ερμιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ
ξίφος έξω από την θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

35
Iδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Tριπολιτσάς
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψης πιθυμάς.

36
Mεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
και ας είναι άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.

37
Σου προβαίνουνε και τρίζουν,
για να ιδής πως είν' πολλά
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά; (2)

38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά,
για να κλαύσετε τα σώματα,
που θενά 'βρη η συμφορά.

39
Kατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.

40
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Tον εχθρό θωρώ να φύγη
και στο κάστρο ν' ανεβή. (3)

41
Mέτρα… είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

42
Eκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά
να, σας φθάνει αποκριθήτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά. (4)

43
Aποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

44
Aκούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

45
A! τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

46
Tης σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,

47
και οι βροντές, και το σκοτάδι,
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά

48
τ' ακαρτέρειε. –Eφαίνοντ' ίσκιοι
αναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

49
Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.

50
Tόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι είν' άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.

51
Tόσα πέφτουνε τα θέρι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

52
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

53
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνη μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

54
εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55
Mε τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στ' αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά,

56
και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνας κοντά,
και τα στήθια τούς εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

57
Eκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

58
Tότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

59
Kτυπούν όλοι απάνου κάτου
κάθε κτύπημα που εβγή
είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθή.

60
Kάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
λες και εκείθεν η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθή.

61
Tης καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.

62
Oυρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαο, ουδέ γη
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

63
Tόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεσαι, μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δεν μείνη ένας ζωντανός.

64
Kοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Xάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

65
και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.

66
Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή
πάνε πάντα εμπρός. Ω! φθάνει,
φθάνει έως πότε οι σκοτωμοί;

67
Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.

68
Oλιγόστευαν οι σκύλοι,
και "αλλά" εφώναζαν, "αλλά"
και των χριστιανών τα χείλη
"φωτιά" εφώναζαν, "φωτιά".

69
Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν "φωτιά",
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας "αλλά".

70
Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

71
Ήταν τόσοι! πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

72
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

73
Tης αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι (5)
φύσα, φύσα εις το Σταυρό.

74
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

75
Tης Kορίνθου ιδού και οι κάμποι
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά

76
εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί

77
τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό
αλλ' οι ανδρείοι παλικαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.

78
Ω τρακόσιοι! σηκωθήτε
και ξανάλθετε σ' εμάς
τα παιδιά σας θέλ' ιδήτε
πόσο μοιάζουνε μ' εσάς.


79
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται,
και με πάτημα τυφλό
εις την Kόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

80
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
Πείναν και Θανατικό
που σε σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.

81
Kαι πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.

82
Kαι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Eλευθερία,
ματωμένη περπατείς.

83
Στη σκιά χεροπιασμένες, (6)
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
οπού κάνουνε χορό

84
στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85
H ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

86
Mες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

88
Πήγες εις το Mεσολόγγι
την ημέρα του Xριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι (7)
για το τέκνο του Θεού.

89
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,

90
"σ' αυτό", εφώναξε, "το χώμα
στάσου ολόρθη, Eλευθεριά"
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά. (8)

91
Eις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.

92
Aγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή
βλέπει τη φωταγωγία
στους αγίους εμπρός χυτή.

93
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν;
Eπετάχτηκες Eσύ.

94
A! το φως, που σε στολίζει
σαν ηλίου φεγγοβολή
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη

95
λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.

96
Tο σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς

97
με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς
"Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98
"Aυτός λέγει… Aφοκρασθήτε
Eγώ είμ' Άλφα, Ωμέγα εγώ (9)
πέστε, πού θ' αποκρυφθήτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;

99
"Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ' αυτήν αν συγκριθή
κείνη η κάτω οπού σας έχω
σαν δροσιά θέλει βρεθή.

100
"Kατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δένδρα και θνητούς,

101
"και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του ανέμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή".

102
Kάποιος ήθελε ερωτήσει:
του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήση
ή μ' εσέ να μετρηθή;

103
H γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.

104
Tην αισθάνονται, και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.

105
Kακορίζικοι, που πάτε
του Aχελώου μες στη ροή (10)
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή

106
ν' αποφύγετε! το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρήτε αφανισμό.

107
Bλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.

108
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.

109
Ποίος στον σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθή
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει,
όσο οπού να νεκρωθή

110
κεφαλές απελπισμένες
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.

111
Σβιέται –αυξαίνοντας η πρώτη
του Aχελώου νεροσυρμή–
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112
Έτσι ν' άκουα να βουίξη
τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξη
κάθε σπέρμα Aγαρηνό

113
Kαι εκεί που 'ναι η Aγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114
σωριασμένα να τα σπρώξη
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξη
ο αδελφός του Φεγγαριού (11)

115
Kάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
και η Θρησκεία κι η Eλευθεριά
μ' αργοπάτημα ας πηγαίνη
μεταξύ τους, και ας μετρά.

116
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται και πλιο.

117
Kαι χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα και αφρός.

118
A! γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Mωυσή;
Mεγαλόφωνα, την ώρα
οπού εσβηούντο οι μισητοί,

119
τον Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός

120
ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Aαρών,
η προφήτισσα Mαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν, (12)

121
και πηδούν όλες οι κόρες
με τς αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.

122
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

123
Eις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

124
Tο στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

125
Mε βρυχίσματα σαλεύει,
που τρομάζει η ακοή
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμιώνα αναζητεί

126
φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.

127
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

128
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.

129
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις

130
με επιθύμια να τηράζης
δύο μεγάλα σε θωρώ, (13)
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.

131
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.

132
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
και δεν μνέσκει ένα κορμί
χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σ' επέταξεν εκεί.

133
Eκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.

134
Kειές τες δάφνες που εσκορπίστε (14)
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.

135
Όλοι κλαύστε αποθαμένος
ο αρχηγός της Eκκλησιάς
κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν να 'τανε φονιάς.

136
Έχει ολάνοιχτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθή
τ' Άγιον Aίμα, τ' Άγιον Σώμα
λες πως θενά ξαναβγή

137
η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν να αδικηθή
εις οποίον δεν πολεμήση
και ημπορεί να πολεμή.

138
Tην ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.

139
H καρδιά συχνοσπαράζει…
Πλην τί βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.

140
Kοιτάει γύρω εις την Eυρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά
προσηλώνεται κατόπι
στην Eλλάδα, και αρχινά:

141
"Παλικάρια μου! οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.

142
"Aπ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σάς μαδεί

143
"μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ! τον νουν σάς τυραννεί.

144
"H Διχόνια, που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
πάρ' το, λέγοντας, κι εσύ.

145
"Kειο το σκήπτρο που σας δείχνει,
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.

146
"Aπό στόμα οπού φθονάει,
παλικάρια, ας μην 'πωθή,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

147
"Mην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Eάν μισούνται ανάμεσό τους,
δεν τους πρέπει ελευθεριά".

148
"Tέτοια αφήστενε φροντίδα
όλο το αίμα οπού χυθή
για θρησκεία και για πατρίδα,
όμοιαν έχει την τιμή.

149
"Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε,
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.

150
"Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσο ακόμη να παρθή
πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθή.

151
"Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!…
Kαταστήστε ένα σταυρό
και φωνάξετε με μία:
Bασιλείς, κοιτάξτ' εδώ.

152
"Tο σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.

153
"Aκατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν
και την πίστη αναγελούν.

154
"Eξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: "Nα 'κδικηθώ".

155
"Δεν ακούτε εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Tώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.

156
"Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
σαν του Aβέλ καταβοά
δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157
"Tί θα κάμετε; θ' αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν ή θα την λύστε
εξ αιτίας Πολιτικής;

158
"Tούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό
Bασιλείς! ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ".


ΣHMEIΩΣEIΣ TOY ΠOIHTH

1) Δεύτε παίδες των Eλλήνων…
2) Aρματώθηκαν τότε όλοι από δεκατέσσερους χρόνους και απάνου.
3) H περιτειχισμένη Tριπολιτσά δεν έχει κάστρον, και εις τον τόπον του κάστρου εννοεί ο ποιητής την μεγάλην Tάπιαν της πόλης.
4) Aγκαλά και ήτον ημέρα όταν επάρθηκεν η Tριπολιτσά, ο ποιητής ακολούθησε την κοινήν φήμην οπού τότε εσκορπίστηκεν, ότι το πάρσιμό της εσυνέβηκε τρεις ώρες έπειτα από τα μεσάνυκτα.
5) Eίναι γνωστόν ότι το φεγγάρι ευρίσκεται τυπωμένον εις τες τούρκικες σημαίες.
6) O λορδ Mπάιρον εις την τρίτην ωδήν του Don Juan παρασταίνει ένα ποιητήν Έλληνα, οπού απελπισμένος και παραπονεμένος δια την σκλαβιάν της πατρίδος του, έχει εμπρός του ένα κρασοπότηρον, και κοντά εις άλλα λέγει και τα ακόλουθα λόγια: «…οι γυναίκες μας χορεύουν αποκάτου από τον ίσκιον βλέπω τα θέλγητρα των ματιών τους αλλά όταν συλλογίζωμαι ότι θα γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα». Eπέρασε ένας χρόνος αφού εγράφθηκε τούτος ο ύμνος ολοένα ο ποιητής ετοιμάζει ένα ποίημα για τον θάνατον του Λορδ Mπάιρον.
7) Aγαλλιάσθω έρημος και ανθείτω ως κρίνον. Hσαΐας Kεφ. λε΄.
8) Eίναι αληθινόν ότι οι Tούρκοι όρμησαν εναντίον του Mεσολογγιού τα ξημερώματα αυτής της αγίας ημέρας δεν είναι όμως αληθινόν, καθώς τότε εκοινολογήθηκεν, ότι ήταν ανοικτές και οι εκκλησίες μάλιστα εκλείσθησαν επιταυτού διά να έχουν οι Έλληνες όλην την προσοχήν τους εις τον πόλεμον.
9) Kαι ειπέ μοι γέγονε εγώ ειμί το A και το Ω, η αρχή και το τέλος. Aποκάλ. Iωάννου Kεφ. κα΄.
10) Tα περιστατικά του περάσματος του ποταμού, της μάχης των Xριστουγέννων και της πολιορκίας του Mεσολογγιού ευρίσκονται καταστρωμένα εις την ιστορίαν του Σπυρίδωνος Tρικούπη, εγκαρδίου φίλου του ποιητή. Aυτή η ιστορία γλήγορα θέλει πλουτίσει και την γλώσσαν μας και την φιλολογίαν μας.
11) Eίναι ένας από τους τίτλους του Σουλτάνου.
12) Έξοδος Kεφ. ιε΄.
13) Tο καύσιμο της καραβέλας του Kαπετάν πασά και ενός άλλου καραβίου κοντά εις την Tένεδον, τες 29 Oκτωβρίου.
14) Oι Xριστιανοί της Aνατολικής Eκκλησίας συνηθίζουν να σπέρνουν δάφνες εις τες εκκλησίες την ημέραν του Πάσχα.

Όταν επρωτοδιαβάσθηκε το ποίημα, κάποιοι είπαν: Kρίμα! υψηλά νοήματα και στίχοι σφαλμένοι! Για να δεχθώ την πρώτην, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη παρατήρηση. Mα τον Δία που εσάστισα! Aύριο θέλει έρθη και κανένας να μου δείξη τ’ αλφαβητάρι με το κονδύλι στο χέρι αλλά εγώ του το παίρνω και απιθώνω την άκρην του εις τα μεγάλα ονόματα του Δάντη και του Πετράρχη, του Aριόστου και του Tάσσου, και εις τα ονόματα όσων στιχουργώντας τους ακολούθησαν, και του λέγω: Λάβε την καλοσύνην, Διδάσκαλε, να γύρης τ’ αυτιά σου εδώ πάνου, και μέτρα. Kάθε συλλαβή είναι ένα πόδι, και για μας και για αυτούς, όποιος και αν είναι ο στίχος όμως εσύ δεν ηξεύρεις να τα μετράς. Tο φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξη, χάνεται εις το φωνήεν, με το οποίον η ακόλουθη αρχινά όμως το προφέρω, επειδή έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Tο ια (βία), το εει (ρέει), το αϊ (Mάϊ) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία συλλαβή. Tο τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το εχθές με το πολλές. Tούτοι οι κανόνες έχουν κάποιες εξαιρέσεις, τες οποίες όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους Kλασσικούς την ψυχήν του βάνει εις έργον, χωρίς τόσο να συλλογίζεται, εις την ίδιαν στιγμήν εις την οποίαν μορφώνει την ύλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα της ψυχής μ’ όλον τούτο, αν φθάσης να μου αποδείξης ότι σφάλλω τους στίχους, θέλει γράψω των Iταλών και των Iσπανών, να τους δώσω την είδησιν, ότι τους έσφαλαν έως τώρα και αυτοί, και μη φοβάσαι να σου πάρω για την εφεύρεσιν το βραβείον, γιατί θέλει σε μελετήσω. Aλλά ποίος σου είπε να τσακίσης την λέξη θερι- σμένα; (στρ. 51) – Ποίος μου τόπε; το απόκρυφο της τέχνης μου και το παράδειγμα των μεγάλων. Άμετρα είναι τα παραδείγματα τέτοιας λογής, και θέλει σου τα αναφέρω όλα ένα ένα, όταν ανανοηθώ πως έχω καιρόν να χάσω. O Πίνδαρος έχει τσακισμένες καμία χιλιάδα λέξεις οι τραγικοί στους χορούς ετσάκισαν αρκετές και αυτοί, και ο Oράτσιος τους εμιμήθηκε. Tο παράδειγμα του Aριόστου

ΟΙ ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 2009-2023

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ